Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΜΑΣ | ΣΥΝΤΟΜΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ | ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ - ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ | ΕΓΚΟΛΠΙΟ | ΣΧΕΤΙΚΑ LINKS | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ






Ανακοινώσεις  
Πίσω στίς Ανακοινώσεις  

Αθήνα 1/4/2006

Ανακοινώση

Θέμα: Μελέτη για τα προκλητικά κέρδη των ελληνικών τραπεζών

Συνδικαλιστική ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ
Τράπεζας της Ελλάδος

(μέλος του Δικτύου Αυτόνομων Κινήσεων στην ΟΤΟΕ)

Έτος εξαιρετικά υψηλής κερδοφορίας και εντυπωσιακών επιδόσεων σε ιστορικά υψηλά επίπεδα ήταν το 2005 για τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο. Η δυναμική αυτή ανάπτυξη τροφοδοτείται κυρίως από τη μεγάλη αύξηση του δανεισμού των νοικοκυριών. Η ισχυρή ανάπτυξη της τραπεζικής λιανικής αποτέλεσε την κύρια πηγή εσόδων και κερδοφορίας για τις περισσότερες εμπορικές τράπεζες. Το εντυπωσιακό τελικό αποτέλεσμα θα πρέπει να αποδοθεί σε παράγοντες όπως είναι:

  • το υπερβολικό άνοιγμα μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και δανεισμού που παρατηρείται στην ελληνική τραπεζική αγορά,
  • τα αδικαιολόγητα υψηλά επιτόκια δανεισμού των νοικοκυριών και επιχειρήσεων σε σχέση με αυτά που ισχύουν στις άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ,
  • την διεύρυνση των κάθε είδους προμηθειών,
  • την περιστολή του κόστους εργασίας,
  • τα φορολογικά ευεργετικά κίνητρα και
  • όλα αυτά μέσα σ’ ένα πλαίσιο απουσίας ανταγωνισμού.

Όπως προκύπτει από την πρόσφατη έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για το έτος 2006 η αύξηση των κερδών μετά από φόρους και δικαιώματα μειοψηφίας για το σύνολο των Ελληνικών εμπορικών τραπεζών και ομίλων έφτασε το 2005 (έναντι του προηγούμενου έτους) στο 197.9% και 150.3%, αντίστοιχα (Διάγραμμα 1). Για αρκετές από τις μεγαλύτερες εμπορικές τράπεζες ξεπέρασε ακόμα και το 200%, σε μία περίοδο που οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης της χώρας επιβραδύνονται και τα φαινόμενα της ανεργίας, της οικονομικής ανισότητας και της φτώχειας «καλά κρατούν».


Διάγραμμα 1. Ποσοστιαία αύξηση καθαρών κερδών (μετά φόρων): 2005
Διάγραμμα 1


ΠΗΓΗ: Έκθεση του Διοικητική της Τράπεζας Ελλάδος για το έτος 2006 (Πίνακας ΧΙ.3)
Ας σημειωθεί ότι την ίδια περίοδο οι αντίστοιχοι φόροι που καταβλήθηκαν από το σύνολο των εμπορικών τραπεζών και των τραπεζικών ομίλων μειώθηκαν κατά –18.8% και –9.8%, αντίστοιχα (βλ. Έκθεση του Διοικητική της Τράπεζας Ελλάδος για το έτος 2006 (Πίνακας ΧΙ.3, σελ. 384).
Eίναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και η Alpha Bank, που θεωρητικά εμφανίζει την μικρότερη αύξηση κερδών (+23%) μεταξύ των μεγάλων εμπορικών τραπεζών, ενθουσίασε τους αναλυτές που θεωρούν ότι τα επόμενα έτη θα ακολουθήσει έντονη ανοδική πορεία. O λόγος είναι ότι τέτοιες επιδόσεις στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα θεωρούνται κάτι παραπάνω από εξαιρετικές. Παρά ταύτα, δημιουργούνται ιδιαίτερα υψηλές προσδοκίες στους επενδυτές για τις προοπτικές των τραπεζών και την αυξημένη πίεση των μετόχων τους (που πλέον το 35% είναι ξένοι) για την επίτευξη ακόμα υψηλότερων επιδόσεων στα επόμενα έτη (σε συνδυασμό με την αύξηση των καθυστερήσεων στην αποπληρωμή των δανείων). Γίνεται σαφές ότι τέτοιες προσδοκίες θα προκαλέσουν ολοένα και πιο αυξανόμενες επιθέσεις προς τους εργαζόμενους για συμπίεση αποδοχών και ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων, διαταράσσοντας επικίνδυνα την κοινωνική συνοχή, με την καταστρατήγηση των ωραρίων εργασίας και την πρόσφατη προσπάθεια κατάργησης των ΣΣΕ.

Πίνακας 1. Κέρδη προ φόρων Ελληνικών τραπεζών
(εκατομ. ευρώ, ενοποιημένη βάση)

 

2005

2004

2003

2002

Εθνική

948.0

577.0

532.9

352.9

Alpha

638.5

575.0

416.6

279.9

EFG Eurobank

673.1

526.8

382.6

278.1

Εμπορική

114.6

-94.0

112.8

89.6

Πειραιώς

285.6

217.0

165.0

115.1

Αγροτική

187.9

94.5

94.8

51.3

ΠΗΓΗ: Banks Scope Databank 2002-04, ανακοινώσεις τραπεζών για 2005

Δύο επισημάνσεις θα πρέπει ακόμα να γίνουν ως προς τα κέρδη των τραπεζών.
Πρώτον, η ξέφρενη κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών, όπως φαίνεται από τον Πίνακα 1, δεν είναι φαινόμενο συγκυριακό, αλλά συνεχίζεται με όλο και υψηλότερους ρυθμούς σε όλη την τελευταία πενταετία. Επιπλέον, οι προοπτικές χαρακτηρίζονται ως ιδιαίτερα θετικές και για τα επόμενα έτη, ενώ αφορμή για ακόμα μεγαλύτερα κέρδη στις ελληνικές τράπεζες πρόκειται να δώσει η πρόσφατη σταδιακή αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα από το 2,0% στο 2,5%. Σαφής ένδειξη για τη διατήρηση ενός πρωτοφανούς ρυθμού αύξησης των τραπεζικών κερδών, αποτελούν εξάλλου και οι συνεχείς τοποθετήσεις των διεθνών επενδυτικών funds σε τραπεζικές μετοχές.
Δεύτερον, η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών κατά τα τελευταία χρόνια δεν συνάδει με την ευρωπαϊκή πραγματικότητα και τις αντίστοιχες επιδόσεις των τραπεζών στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Από τα στοιχεία του Πίνακα 2 για το 2003, προκύπτει ότι το καθαρό εισόδημα από τόκους και άλλες δραστηριότητες, αλλά και τα κέρδη των εμπορικών τραπεζών, ως ποσοστό του συνολικού ενεργητικού τους, είναι υψηλότερα στην Ελλάδα σε σχέση με όλες σχεδόν τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η σχέση αυτή και η απόσταση των ελληνικών τραπεζών από αυτές των άλλων χωρών, έχει διευρυνθεί ακόμα περισσότερο στην περίοδο 2004-05 και αναμένεται να διευρυνθεί και στα επόμενα έτη.


Πίνακας 2. Καθαρά εισοδήματα και κέρδη του συνόλου των τραπεζών στις χώρες της ΕΕ: 2003

 

Καθαρό εισόδημα
από τόκους και
άλλες δραστηριότητες

Κέρδη προ φόρων

 

% στο σύνολο του
Ενεργητικού

% στο σύνολο του Ενεργητικού

Αυστρία

2.31

0.42

Βέλγιο

1.74

0.59

Δανία(1)

2.70

1.03

Φινλανδία

3.35

1.54

Γαλλία

2.08

0.57

Γερμανία

1.84

-0.01

Ελλάδα(1)

3.68

0.87

Ιρλανδία

1.85

0.84

Ιταλία

3.20

0.72

Λουξεμβούργο(1)

1.16

0.54

Ολλανδία

2.48

0.62

Νορβηγία

2.84

0.74

Πορτογαλία(1)

2.68

0.7

Ισπανία

3.03

0.86

Σουηδία(1)

2.30

0.73

Μ. Βρετανία (1)

3.10

1.04

   (1) Σύνολο εμπορικών τραπεζών
ΠΗΓΗ: Bank Profitability Financial Statements of Banks, 2004 Edition, OECD

Δείκτες αποδοτικότητας των ελληνικών τραπεζών
Μαζί με την ξέφρενη κερδοφορία, και όλοι οι άλλοι χρηματοοικονομικοί δείκτες αποδοτικότητας και ευρωστίας των ελληνικών τραπεζών, βελτιώθηκαν σημαντικά τα τελευταία χρόνια φθάνοντας σε ιστορικές τιμές που υπερέχουν πλέον κατά πολύ τις αντίστοιχες τιμές των ευρωπαϊκών τραπεζών.
Πράγματι, όπως προκύπτει από την τελευταία έκθεση για την Νομισματική Πολιτική της Τράπεζας της Ελλάδος (2005-2006), οι μετά από φόρους δείκτες αποδοτικότητας ενεργητικού και ιδίων κεφαλαίων, αναγόμενοι σε ετήσια βάση διαμορφώθηκαν το εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2005 σε 1.3% σε ενοποιημένη βάση και 15,7% αντίστοιχα (έναντι 0,7% και 12,5% την ίδια περίοδο του 2004). Οι αντίστοιχοι μέσοι όροι για συγκρίσιμου μεγέθους τράπεζες της ζώνης του ευρώ ήταν 0,5% και 9,5% το 2004 (βλ. Πίνακα 3).
Ο συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών σε ενοποιημένη βάση διαμορφώθηκε σε 13,1% στο τέλος του Σεπτεμβρίου 2005 έναντι 11,9% των τραπεζών στην ΕΕ, ενώ το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο ήταν υπερδιπλάσιο για τις ελληνικές εμπορικές τράπεζες (2,9) έναντι των ευρωπαϊκών (1,3). Όσον αφορά τη διάρθρωση των ιδίων κεφαλαίων, η εκατοστιαία συμμετοχή των βασικών ιδίων κεφαλαίων (Tier I), τα οποία αποτελούν στοιχεία ανώτερης ποιότητας, στο σύνολο των ιδίων κεφαλαίων αυξήθηκε το 9μηνο του 2005 σε 79,3% από 77,1% στο τέλος του 2004. Λόγω της αύξησης της εκατοστιαίας συμμετοχής των βασικών ιδίων κεφαλαίων, ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας που προκύπτει εάν στον υπολογισμό περιληφθούν μόνο τα βασικά ίδια κεφάλαια αυξήθηκε σε 10,6% στο τέλος του 9μήνου 2005, έναντι αντίστοιχου μέσου όρου 8,5% για το σύνολο των τραπεζών της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2004 (Βλ. Διάγραμμα 2).

 

Πίνακας 3. Δείκτες αποτελεσματικότητας και κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών και των τραπεζών στις χώρες της ΕΕ

Δείκτες αποτελεσματικότητας και κεφαλαιακής επάρκειας

 

Ελληνικές εμπορικές τράπεζες

Τράπεζες στην ΕΕ

Ενοποιημένη βάση

Σύνολο

2003

2004

2005 9μηνο

2004

Δείκτες κερδοφορίας και αποτελεσματικότητας *

 

 

 

 

Απόδοση Ενεργητικού ( προ φόρων)

1.1

1.0

1.3

0.7

Απόδοση Ενεργητικού (μετά φόρων)

0.7

0.7

1.0

0.5

Απόδοση Ιδίων Κεφαλαίων (προ φόρων)

17.4

16.6

20.3

-

Απόδοση Ιδίων Κεφαλαίων (μετά φόρων)

12.1

11.3

15.7

12.5

Καθαρό Επιτοκιακό περιθώριο

2.9

3.1

2.9

1.3

Λειτουργικά Έξοδα ( χωρίς προβλέψεις) / Λειτουργικά Έσοδα

62.2

60.6

55.1

59.4

 

 

 

 

 

Δείκτες κεφαλαιακή επάρκειας**

 

 

 

 

Γενικός Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας

12.0

12.8

13.1

11.9

Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας μετά την Ανεπάρκεια των Προβλέψεων

11.4

12.4

12.9

-

Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας με Βασικά Ίδια Κεφάλαια (με Tier 1)

9.8

10.0

10.6

8.5

* 10 εισηγμένες ελληνικές εμπορικές τράπεζες 
** Εμπορικές τράπεζες

ΠΗΓΗ: Τράπεζα της Ελλάδος
Με λίγα λόγια, το επίπεδο στο οποίο έχουν διαμορφωθεί οι δείκτες αποδοτικότητας και κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών, παρέχει ικανοποιητικό περιθώριο για τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος στο βαθμό βέβαια που οι τράπεζες αποθεματοποιούν μέρος των κερδών τους. Το επίπεδο αυτό μάλιστα είναι πολύ υψηλότερο από τον αντίστοιχο μέσο όρο για το σύνολο των τραπεζών της Ε.Ε. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε και η πρόσφατη αξιολόγηση του ελληνικού χρηματοπιστωτικού τομέα από το ΔΝΤ το οποίο ωστόσο επεσήμανε και προέτρεψε στην περαιτέρω ενδυνάμωση της εποπτείας από τις αρμόδιες αρχές. Επιπλέον, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της UBS που παρουσιάζονται στο Διάγραμμα 3, οι προοπτικές των ελληνικών τραπεζών σε όρους αποδοτικότητας των ιδίων κεφαλαίων τους διαγράφονται ιδιαίτερα ευοίωνες στα επόμενα έτη. Η αποδοτικότητα αυτή για τις ελληνικές τράπεζες εκτιμάται ότι το 2007 θα φθάσει το 26,0%, έναντι 17,4% για τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ και μόλις 12,2% για τη Γερμανία, 14,3% για τη Δανία και 14,8% για τη Γαλλία.
Από την άλλη πλευρά, οι δείκτες αυτοί παρέχουν αυξημένα περιθώρια και για την βελτίωση των οικονομικών και άλλων απολαβών των εργαζομένων στον τραπεζικό τομέα, στους οποίους θα πρέπει να αποδοθεί το μεγαλύτερο μέρος της αυξημένης αποδοτικότητας. Η εξέλιξη όμως αυτή δεν επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία που παρουσιάζονται στη συνέχεια.

Διάγραμμα 2. Δείκτες αποτελεσματικότητας και κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών και των τραπεζών στις χώρες της ΕΕ
Διάγραμμα 2


ΠΗΓΗ: Τράπεζα της Ελλάδος

 

Διάγραμμα 3. Απόδοση ιδίων κεφαλαίων στις ευρωπαϊκές τράπεζες (%): Εκτιμήσεις 2007
Διάγραμμα 3


ΠΗΓΗ: UBS, εκτιμήσεις 12/2005


Η ερμηνεία των τραπεζικών υπερ-κερδών
(α) Φοροαπαλλαγές και αναπροσαρμογή της φορολογικής κλίμακας
Σε μια εποχή που τα τραπεζικά κέρδη «καλπάζουν», οι φόροι που καταβάλλουν οι τραπεζικοί όμιλοι είναι αναλογικά πολύ χαμηλότεροι καθώς οι τράπεζες που προχώρησαν σε συγχωνεύσεις αξιοποιώντας τις ευνοϊκές διατάξεις του Ν.2992/02 (επί Υπουργίας Ν. Χριστοδουλάκη), που επί της ουσίας είναι φωτογραφική διάταξη για την εκτίναξη των κερδών των Τραπεζών, απολαμβάνουν ιδιαίτερα υψηλές φοροαπαλλαγές. Μετά τη μείωση των φορολογικών συντελεστών λόγω της αναπροσαρμογής της φορολογικής κλίμακας και της εκμετάλλευσης των φορολογικών κινήτρων από τις συγχωνεύσεις θυγατρικών εταιρειών, οι τράπεζες φορολογούνται με συντελεστές που κυμαίνονται έως 25% (και σε ορισμένες περιπτώσεις από 14% έως 23%), τη στιγμή που οι άλλες επιχειρήσεις επιβαρύνονται με φορολογικό συντελεστή 32%. Είναι απροκάλυπτα προκλητικό το συμπέρασμα που προκύπτει από την σύγκριση των Διαγραμμάτων 1 και 4. Την στιγμή που τα κέρδη για ορισμένες τράπεζες υπερδιπλασιάζονται, οι φόροι που καταβάλλονται όχι απλά υπολείπονται σημαντικά αλλά και μειώνονται προκλητικά έναντι του προηγούμενου έτους. Είναι προφανές ότι μέρος της φετινής κερδοφορίας των τραπεζών οφείλεται στο ισχύον φορολογικό σύστημα και στην ύπαρξη του νόμου, ο οποίος παρέχει φορολογικά κίνητρα στις τράπεζες για ακόμα μεγαλύτερα κέρδη. Μάλιστα, ο νυν υπουργός Οικονομίας παρέτεινε κατά ένα έτος την ισχύ του ευνοϊκού φορολογικού καθεστώτος των τραπεζών, όχι για επενδύσεις αλλά για τις συγχωνεύσεις και την απορρόφηση θυγατρικών τους εταιρειών, επιτρέποντας στις τράπεζες να το εκμεταλλευθούν μεθοδευμένα.

Διάγραμμα 4. Ποσοστιαία αύξηση φόρων: 2005
Διάγραμμα 4


ΠΗΓΗ: ΤΕ, Ανακοινώσεις οικονομικών αποτελεσμάτων τραπεζών
Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι ενώ τα κέρδη μετά φόρων των εμπορικών τραπεζών παρουσιάζουν αύξηση 197.9% (Διάγραμμα 1), οι φόροι που καταβάλλουν μειώθηκαν κατά –18.8%! (Διάγραμμα 4). Με τη χρήση του Νόμου η Εθνική γλίτωσε φόρους ύψους 200 εκ. ευρώ, η Eurobank 50 εκ. και η Πειραιώς 20 εκ. Και αυτά συμβαίνουν όταν η κυβέρνηση επέβαλε έκτακτους φόρους που πλήττουν κυρίως τους χαμηλόμισθους.
Πέραν των νόμιμων φοροαπαλλαγών, οι τράπεζες – συγκεκριμένες καταγγελίες από την εφημερίδα ΠΑΡΟΝ για την Eurobank – φαίνεται ότι φοροδιαφεύγουν με ομόλογα εξωτερικού σε επιλεγμένους μεγάλους πελάτες τους, με αποτέλεσμα να χάνει το Δημόσιο τεράστια ποσά.
H εντυπωσιακή αυτή κερδοφορία των τραπεζών – που ξεπέρασε τα κέρδη της χρυσοφόρας εποχής της φούσκας του Χρηματιστηρίου - αναδεικνύει την υποκρισία και καταρρίπτει τις αιτιάσεις και τις αξιώσεις της εργοδοσίας περί ανάγκης για απόλυτη «ευελιξία» στις αμοιβές των εργαζομένων, στο ωράριο εργασίας, στις αδήλωτες, απλήρωτες υπερωρίες (200 εκ. ευρώ λιγότερες αμοιβές για υπερωρίες), στις απολύσεις, και πρόσφατα στην κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Και με το πρόσφατο νομοθετικό πραξικόπημα απάλλαξε από τις υποχρεώσεις της την Εμπορική με το ποσό των 200 εκ. ευρώ. Αντίθετα, ενισχύει την επιχειρηματολογία των κοινωνικών φορέων και των εργαζομένων που ζητούν αυξήσεις μεγαλύτερες του πληθωρισμού, θεσμοθετημένα δικαιώματα και ωράρια εργασίας και γενικά βελτίωση των οικονομικών τους με ανάλογη προσέγγιση των ευρωπαϊκών δεδομένων.
(β) Μειούμενες αμοιβές προσωπικού – αύξηση της παραγωγικότητας εργασίας
Μέρος των μεγάλων κερδών των ελληνικών εμπορικών τραπεζών αποδίδεται στη μείωση του λειτουργικού κόστους ως ποσοστού των εσόδων τους. Ας σημειωθεί ότι το 60% και πλέον των λειτουργικών δαπανών τους αφορά τις αμοιβές του προσωπικού, οι οποίες όπως προκύπτει από το Διάγραμμα 5 μειώνονται σε σχέση με το παραγόμενο αποτέλεσμα. Ανάλογη μείωση παρουσιάζουν και άλλοι σημαντικοί δείκτες αμοιβής της εργασίας προς το παραγόμενο προϊόν (π.χ. κόστος μισθοδοσίας προς έσοδα ή καταθέσεις ή χορηγήσεις), την στιγμή μάλιστα που όλοι οι δείκτες που μετρούν την παραγωγικότητα της απασχόλησης στον τραπεζικό κλάδο αυξάνουν σημαντικά, όπως είναι οι καταθέσεις ανά απασχολούμενο, οι χορηγήσεις ανά απασχολούμενο κ.ά.
Διάγραμμα 5. Εξέλιξη των λειτουργικών δαπανών και των αμοιβών προσωπικού στις ελληνικές εμπορικές τράπεζες ως ποσοστό του συνολικού τους ενεργητικού


Διάγραμμα 5


ΠΗΓΗ: Bank Profitability Financial Statements of Banks, 2004 Edition, OECD
Όπως παρουσιάζεται στην τελευταία έκθεση για την Νομισματική Πολιτική 2005-2006 της Τράπεζας της Ελλάδος (Φεβρουάριος 2006), το σύνολο των λειτουργικών δαπανών του τραπεζικού τομέα στην χώρα μας, αυξήθηκαν οριακά (κατά 1%) με αποτέλεσμα η σχέση των λειτουργικών δαπανών προς τα μικτά έσοδα εκμετάλλευσης να βελτιωθεί από 62,9% το 2004 σε 55,1% το 2005, έναντι μέσου όρου 58,5% το έτος 2004 για τις συγκρίσιμου μεγέθους τράπεζες της ζώνης του ευρώ.
Από τα προηγούμενα στοιχεία εξέλιξης του κόστους της εργασίας στον τραπεζικό κλάδο καταρρίπτεται και ο «μύθος» των ΣΣΕ που απροκάλυπτα επιδιώκουν να καταργήσουν οι διοικήσεις των τραπεζών. Με αυτό το σύστημα αμοιβών, σύμφωνα με την Eurostat (διάγραμμα 6), οι μέσες μικτές αποδοχές των εργαζομένων τραπεζοϋπαλλήλων για το 2003 στην Ε.Ε. είναι υψηλότερες των αντίστοιχων ελληνικών κατά 67,7%, παρά το γεγονός ότι υπολογίζονται και οι εργοδοτικές εισφορές των Ελλήνων τραπεζοϋπαλλήλων που είναι οι μεγαλύτερες στην Ευρωζώνη. Μόνο σε σύγκριση με την Πορτογαλία ο μέσος μισθός είναι μεγαλύτερος. Ενώ αντίθετα η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών είναι, διαχρονικά, πολλαπλάσια των τραπεζών της ΕΕ. Οι κλαδικές συμβάσεις Τραπεζών – ΟΤΟΕ διαμορφώνουν τα ελάχιστα επίπεδα αμοιβής της εργασίας, κοινωνικών παροχών και όρων εργασίας. Είναι προφανές ότι οι τράπεζες επιχειρούν να αποφύγουν τη νομική προστασία των εργαζομένων από την κλαδική σύμβαση και στην υιοθέτηση, τελικά, ατομικών συμβάσεων, στοχεύοντας στη συμπίεση της αμοιβής εργασίας κάτω από τα ελάχιστα όρια των κλαδικών συμβάσεων και στην επιβολή εξουθενωτικών όρων εργασίας. Το ζήτημα, συνεπώς, που έθεσαν οι τραπεζίτες είναι πολιτικό και ως πολιτικό αφορά και την κυβέρνηση και τις πολιτικές δυνάμεις.

Διάγραμμα 6: Κόστος μισθοδοσίας ανά εργαζόμενο στον κλάδο των τραπεζών σε χώρες της ΕΕ: 2003 (Ελλάδα=100)


Διάγραμμα 6

ΠΗΓΗ: Bank Profitability Financial Statements of Banks, 2004 Edition, OECD
) Ολιγοπωλιακή συμπεριφορά
Στα υψηλά κέρδη των ελληνικών τραπεζών έχουν συμβάλλει χωρίς άλλο και οι συνθήκες χαλαρού ανταγωνισμού που επέτρεψαν στις τράπεζες ένα είδος άτυπης εναρμονισμένης πολιτικής, τόσο στα επιτόκια χορηγήσεων όσο και στις προμήθειες επί των πάσης φύσεως συναλλαγών. Στην προσοδοφόρο αυτή τακτική έχουν προσχωρήσει και οι ξένες τράπεζες που μπήκαν στην ελληνική αγορά και οι οποίες σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες προσφέρουν πολύ φθηνότερα δάνεια στους πελάτες τους. Έχει γίνει πλέον σαφές στους υπεύθυνους της τραπεζικής αγοράς, ότι ο ανταγωνισμός μέσω των τιμών (δηλ. των επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων) δεν οδηγεί στη μεγιστοποίηση των «υπερκερδών» τους. Είναι προφανές, ότι η άτυπη συμφωνία στην κατεύθυνση αυτή, με την διατήρηση των τιμών των παρεχόμενων υπηρεσιών (επιτόκια χορηγήσεων) σε αδικαιολόγητα υψηλά επίπεδα και μακριά από την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, και τη διοχέτευση του ανταγωνισμού μόνο μέσα από τους τρόπους προσέλκυσης πελατών με νέα προϊόντα ή με διαφήμιση που τις περισσότερες φορές είναι παραπλανητική, όπως με τις δήθεν μικρές δόσεις αποπληρωμής δανείων, αναφέροντας μόνο τις πρώτες δόσεις.
Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της καθιέρωσης, σχεδόν ταυτόχρονα από τις περισσότερες μεγάλες τράπεζες και τώρα πλέον από όλες, προμήθειας στις καταθέσεις μετρητών στο λογαριασμό πελατών τους, άτοκων καταθέσεων έως ένα σημαντικό ποσό κ.ά. Ποια οικονομική θεωρία που εκπροσωπεί τον ανταγωνισμό και την ελεύθερη αγορά μπορεί να εξηγήσει την καθιέρωση αυτή με συντονισμένο τρόπο από όλες τις τράπεζες; Η εξήγηση βρίσκεται στην ολιγοπωλιακή οργάνωση της αγοράς και στις άτυπες συμφωνίες. Ποιος θα προστατεύσει τον συνταξιούχο που χωρίς κανένα επιτόκιο στην κατάθεσή του υποχρεώνεται να πληρώνει ληστρικές προμήθειες  για την ενημέρωση του λογαριασμού, για ανάληψη μετρητών από ΑΤΜ άλλης τράπεζας με την υπέρογκη προμήθεια των 3,5 € ή κατά την κατάθεση του ενοικίου του στο λογαριασμό του ιδιοκτήτη;
Τέτοιες απροκάλυπτες ενέργειες καταρρακώνουν το δήθεν κοινωνικό πρόσωπο του κλάδου που με τόση προσπάθεια θέλησε να προβάλει η Ένωση Ελληνικών Τραπεζών με την ευκαιρία των 75 χρόνων λειτουργίας της (βλ. «Τράπεζες μοχλός ανάπτυξης», Ένωση Ελληνικών Τραπεζών, Μάρτιος 2003). Η κοινωνική συνοχή κλονίζεται. Ο συνταξιούχος, ο άνεργος, ο μισθωτός βρίσκεται απροστάτευτος μπρος στα τερτίπια που συνεχώς ανακαλύπτουν οι τραπεζικοί κολοσσοί για να μεγιστοποιούν τα κέρδη τους. Ακόμα και ο Υπουργός Οικονομίας, με κομψό, βέβαια, τρόπο διαπίστωσε το πρόβλημα λέγοντας ότι: «το κλειδί για τη βελτίωση (σ.σ. μείωση) του περιθωρίου των επιτοκίων είναι η αύξηση του ανταγωνισμού και η εξυγίανση των ελληνικών τραπεζών». Η δική του όμως συνταγή «στην κατεύθυνση αυτή θα συμβάλουν αποφασιστικά οι αποκρατικοποιήσεις και η εισαγωγή ξένων τραπεζών στο σύστημα» δεν φαίνεται να έχει φέρει κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Είναι εκπληκτικό μάλιστα πόσο γρήγορα οι ξένες τράπεζες εναρμονίζονται με τις άτυπες συμφωνίες που καθορίζουν τον τραπεζικό ανταγωνισμό. Ο ανταγωνισμός ή η συνεννόηση για εναρμονισμένη πολιτική οδήγησε όλες τις τράπεζες στην Ελλάδα να εφαρμόσουν σχεδόν αμέσως τη χρέωση των πιστωτικών καρτών από την πρώτη μέρα;  Μια μεγάλη τράπεζα, αν παρέμενε ως κρατικού ενδιαφέροντος, όπως η Εθνική, θα μπορούσε να ηγηθεί μιας αντι-ολιγοπωλιακής συμπεριφοράς των άλλων τραπεζών μειώνοντας τη ληστεία. Επιπλέον, χρειάζεται η αναβάθμιση της εποπτείας του τραπεζικού συστήματος αλλά και οι πολιτικές παρεμβάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος που θα προστατεύουν τον καταναλωτή από τέτοια ακραία φαινόμενα εκμετάλλευσης.
(δ) Η «ψαλίδα» των επιτοκίων
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (Έκθεση για την Νομισματική Πολιτική 2005-2006, Φεβρουάριος 2006), τα καθαρά προ φόρων κέρδη σε ενοποιημένη βάση και σύμφωνα με τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης για το σύνολο των εισηγμένων στο Χ.Α. ελληνικών τραπεζών, αυξήθηκαν κατά 50,9% το εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου του 2005. Κατά την ίδια πηγή, η εξέλιξη αυτή αποδίδεται κυρίως στην αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους (κατά 17,3%), των οποίων η συμμετοχή στα συνολικά έσοδα αυξήθηκε από 68,4% το 2004 σε 69,7% το 9μηνο του 2005. Στην κατεύθυνση αυτή, συνετέλεσε κυρίως η ταχεία πιστωτική επέκταση τόσο προς τις επιχειρήσεις αλλά και κυρίως προς τα νοικοκυριά, η οποία κινήθηκε την τελευταία πενταετία με μέσο ετήσιο ρυθμό 31,2% (βλ. Πίνακα 4). Έτσι, το υπόλοιπο των στεγαστικών δανείων που αποτελούν και το 65,8% του συνόλου των τραπεζικών δανείων προς τα νοικοκυριά, τετραπλασιάστηκε στην τελευταία πενταετία (από 11,2 δις ευρώ το 2000 σε 43,2 δις το 2005), δημιουργώντας αυξημένη ζήτηση και αύξηση των τιμών στην αγορά κατοικίας, αλλά και πολλαπλάσια ανεξόφλητα δάνεια. Είναι χαρακτηριστική η πρόσφατη δήλωση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ότι σύμφωνα με τα αποτελέσματα της Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών της ΕΣΥΕ για το 2004/2005, το 77,2% των νοικοκυριών δηλώνει δυσκολία στην πληρωμή των υποχρεώσεών τους. Σε ανάλογο συμπέρασμα καταλήγει και η έρευνα δανεισμού των νοικοκυριών της ίδιας της Τράπεζας της Ελλάδος.
Πίνακας 4. Τραπεζικά δάνεια προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά στην Ελλάδα (εκατομ. Ευρώ, τέλος έτους)


Κατηγορία δανείου

2000

2001

2002

2003

2004

2005

1. Προς επιχειρήσεις

42,360

50,199

55,012

60,979

65,566

71,283

2. Προς νοικοκυριά

16,970

23,829

31,498

40,199

51,636

65,698

     2α. Στεγαστικά

11,272

15,652

21,225

26,534

33,127

43,199

     2β. Καταναλωτικά

5,511

7,852

9,755

12,410

17,064

20,850

     2γ. Λοιπά

187

325

518

1,255

1,455

1,649

ΣΥΝΟΛΟ ΔΑΝΕΙΩΝ

59,330

74,027

86,511

101,178

117,202

136,981

% Μεταβολή

 

 

 

 

 

 

1. Προς επιχειρήσεις

 

18.5%

9.6%

10.8%

7.5%

8.7%

2. Προς νοικοκυριά

 

40.4%

32.2%

27.6%

28.5%

27.2%

     2α. Στεγαστικά

 

38.9%

35.6%

25.0%

24.8%

30.4%

     2β. Καταναλωτικά

 

42.5%

24.2%

27.2%

37.5%

22.2%

     2γ. Λοιπά

 

74.0%

59.7%

142.2%

15.9%

13.3%

ΣΥΝΟΛΟ ΔΑΝΕΙΩΝ

 

24.8%

16.9%

17.0%

15.8%

16.9%

ΠΗΓΗ: Δελτίο Οικονομικής Συγκυρίας, Τράπεζα της Ελλάδος

Η ταχεία πιστωτική επέκταση προς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις σε συνδυασμό με τα αδικαιολόγητα υψηλά επιτόκια δανεισμού που εφαρμόζουν οι τράπεζες, είναι η κύρια αιτία της χωρίς προηγούμενο τραπεζικής κερδοφορίας. Πράγματι, η κερδοφορία αυτή, που όπως είδαμε έχει ξεπεράσει σε ρυθμούς αύξησης ακόμα και το 100% στην τελευταία διετία 2004-05, οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι οι τράπεζες αγόραζαν και θα εξακολουθήσουν, παρά τη μικρή αύξηση των επιτοκίων, να αγοράζουν «φθηνό» χρήμα από την ΕΚΤ (με επιτόκια 2,2%- 2,5%) και να το δανείζουν αδικαιολόγητα «ακριβά» στους πελάτες τους. Αυτή η απλή αλήθεια βρίσκεται πίσω από τα τεράστια, για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, κέρδη των ελληνικών τραπεζών, που τους έχει επιτρέψει να έχουν την υψηλότερη απόδοση ιδίων κεφαλαίων, με πρόβλεψη η απόδοση αυτή να αυξηθεί το 2007 στο 26%, έναντι 17,4% στην ΕΕ (βλ. Διάγραμμα 3).

Διάγραμμα 7. Διαφορά επιτοκίων Ελλάδας και ζώνης ευρώ για υπάρχοντα δάνεια: Μέσο σταθμικό επιτόκιο παλιών δανείων (% ετησίως)


Διάγραμμα 7


ΠΗΓΗ: Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Τράπεζα Ελλάδος
Το επιχείρημα των τραπεζών για υψηλό λειτουργικό κόστος, υψηλό πληθωρισμό ο οποίος μειώνει τα πραγματικά τους κέρδη, και υψηλό κίνδυνο, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη διαφορά των επιτοκίων δανεισμού μεταξύ της ελληνικής και ευρωπαϊκής αγοράς και την συνακόλουθη κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών. Την ίδια στιγμή εξάλλου από τους ισολογισμούς των τραπεζών εμφανίζεται σημαντική μείωση του λειτουργικού κόστους ως ποσοστού των εσόδων ή του ενεργητικού (βλ. Διάγραμμα 5), ενώ ο ελληνικός πιο υψηλός πληθωρισμός (κατά 1,3 ποσοστιαίες μονάδες το 2005) δεν αγγίζει το κόστος δανεισμού των ίδιων των τραπεζών, αφού δανείζονται από την ευρωπαϊκή διατραπεζική αγορά, η οποία ακολουθεί τον ευρωπαϊκό χαμηλό πληθωρισμό. Από την άλλη πλευρά, σημαντικό μέρος των δανείων που χορηγούν οι τράπεζες στα νοικοκυριά χρηματοδοτείται από τις καταθέσεις των ίδιων των νοικοκυριών, οι οποίες την τελευταία πενταετία απολαμβάνουν αρνητικό πραγματικό επιτόκιο. Το μέσο ονομαστικό επιτόκιο ακόμα και των καταθέσεων προθεσμίας δεν ξεπέρασε το 2005 το 2,4%, όταν ο επίσημος γενικός πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 3,5%, ενώ ο πληθωρισμός των φτωχών (που κατά κανόνα ως μικρο-καταθέτες απολαμβάνουν μηδενικό ονομαστικό επιτόκιο) υπερείχε συστηματικά του γενικού πληθωρισμού σε ολόκληρη την περίοδο 1999-04 (Οικονομικό Δελτίο, Τεύχος 24, Τράπεζας της Ελλάδος, Ιανουάριος 2005).
Είναι προφανές ότι το επιχείρημα του υψηλού πληθωρισμού ισχύει εις βάρος όμως των πελατών των τραπεζών, αφού οι καταθέτες εισπράττουν αρνητικές πραγματικές αποδόσεις και οι δανειολήπτες επιβαρύνονται τη διαφορά πληθωρισμού μεταξύ Ελλάδας και Ε.Ε και όχι μόνο. Οι ελληνικές τράπεζες λειτουργούν με πολύ υψηλότερα περιθώρια επιτοκίων σε όλες σχεδόν τις κατηγορίες χορηγήσεων, γεγονός που τους δίνει τη δυνατότητα να απολαμβάνουν υπερκέρδη. Όπως εκτιμά ο διευθύνων σύμβουλος της Γενικής Τράπεζας (Ζακ Τουρνεπίζ), λόγω των πολύ υψηλών επιτοκιακών περιθωρίων που επικρατούν στην ελληνική στεγαστική πίστη, στα επόμενα έτη η αγορά των στεγαστικών δανείων θα κινηθεί όχι τόσο από τις αγοραπωλησίες ακινήτων όσο από την προσέλκυση πελατών πού ήδη έχουν λάβει δάνειο, με ευνοϊκότερους όμως όρους. Αυτό θα αναγκάσει τις ελληνικές τράπεζες να περιορίσουν το περιθώριο κέρδους τους το οποίο κατά μέσο όρο κυμαίνεται σήμερα –σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ιδίου- στο 2,6% με 2,8% , έναντι περιθωρίου 0,2% - 0,4% με το οποίο προσφέρουν τις χορηγήσεις της συγκεκριμένης κατηγορίας οι τράπεζες στη Γαλλία. Αντιστοίχως επαχθής για τους Έλληνες δανειολήπτες είναι και η κατάσταση πού έχει διαμορφωθεί στην καταναλωτική πίστη, καθώς στη συγκεκριμένη κατηγορία χορηγήσεων, το επιτοκιακό περιθώριο για τις ελληνικές τράπεζες κυμαίνεται στο 3,5% με 7% έναντι ποσοστού 1% με 5% με το οποίο επιβαρύνουν τους δανειολήπτες τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στη Γαλλία.


Διάγραμμα 8. Μέση διαφορά επιτοκίων μεταξύ Ελλάδας και Ζώνης ευρώ για νέα δάνεια: 2003-05
Διάγραμμα 8


ΠΗΓΗ: Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Τράπεζα Ελλάδος
Οι πραγματικές αποκλίσεις των επιτοκίων δανεισμού στην Ελλάδα και τις χώρες της ΕΕ, που παρά την μείωση των τελευταίων ετών, παραμένουν σημαντικές, παρουσιάζονται στον Πίνακα 5 και στα Διαγράμματα 6 (για παλιά δάνεια) και 7 (για νέα δάνεια). Όπως προκύπτει από τα στοιχεία αυτά, ακριβότερο μέχρι και 4,4 ποσοστιαίες μονάδες είναι το επιτόκιο των παλιών καταναλωτικών δανείων (με αρχική διάρκεια έως 1 έτος) στην Ελλάδα, σε σχέση με το αντίστοιχο στις υπόλοιπες χώρες της ζώνης του Ευρώ. Ιδιαίτερα υψηλή παραμένει η διαφορά των επιτοκίων και για τα καταναλωτικά με αρχική διάρκεια από 1 έως 5 έτη (3,2 ποσοστιαίες μονάδες) αλλά και για τα καταναλωτικά με ακόμα μεγαλύτερη αρχική διάρκεια (2,7 μονάδες, βλ. Διάγραμμα 6). Αν τα στοιχεία αυτά συνδυαστούν με τα επιτόκια καταθέσεων που διαφέρουν ελάχιστα μεταξύ Ελλάδας και ευρωζώνης, προκύπτει ότι η «ψαλίδα» μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και επιτοκίων καταναλωτικής πίστης στην Ελλάδα είναι σχεδόν διπλάσια από εκείνη της ζώνης του Ευρώ. Στην Ελλάδα η «ψαλίδα» αυτή φθάνει τις 10 ποσοστιαίες μονάδες έναντι περίπου 5 στη ζώνη του Ευρώ!
Το μέσο επιτόκιο παλιών καταναλωτικών δανείων διάρκειας μέχρι ένα έτος στην Ελλάδα είναι 12,3%, όταν το αντίστοιχο στη ζώνη του Ευρώ είναι 7,9%. Δηλαδή τα Ελληνικά επιτόκια είναι ακριβότερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης κατά 56,1%. Για καταναλωτικά δάνεια με διάρκεια μέχρι πέντε έτη το επιτόκιο στην Ελλάδα είναι 10,0% και στη Ζώνη του Ευρώ 6,8%, ενώ για διάρκεια άνω των πέντε ετών είναι 8,4% και 5,7% αντίστοιχα (Πίνακας 5). Ακριβότερα είναι τα επιτόκια και στη στεγαστική πίστη παρά το ενυπόθηκο των εν λόγω δανείων. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι το μέσο επιτόκιο των στεγαστικών δανείων διάρκειας μέχρι πέντε έτη στην Ελλάδα είναι 5,2%, κατά μία ποσοστιαία μονάδα υψηλότερο από αυτό που ισχύει στη ζώνη του Ευρώ. Την ίδια ώρα τα επιτόκια καταθέσεων κυμαίνονται στα ίδια χαμηλά επίπεδα με εκείνα της ευρωζώνης, δηλαδή γύρω στο 2%.

 

Πίνακας 5. Μέσο σταθμικό επιτόκιο παλιών και νέων δανείων στην Ελλάδα και την ΕΕ (% ετησίως)


Κατηγορία δανείου

ΕΛΛΑΔΑ

ΖΩΝΗ ΕΥΡΩ

Διαφορά

ΠΑΛΙΑ ΔΑΝΕΙΑ

 

 

 

Α. ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΑ

 

 

 

Α1. Με αρχική διάρκεια έως 1 έτος

12.3

7.9

4.4

Α2. Με αρχική διάρκεια από 1 έως 5 έτη

10.0

6.8

3.2

Α3. Με αρχική διάρκεια άνω των 5 ετών

8.4

5.7

2.7

Β. ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΑ

 

 

 

Β1. Με αρχική διάρκεια έως 1 έτος

5.0

4.5

0.5

Β2. Με αρχική διάρκεια από 1 έως 5 έτη

5.2

4.2

1.0

Β3. Με αρχική διάρκεια άνω των 5 ετών

4.7

4.5

0.2

ΝΕΑ ΔΑΝΕΙΑ

 

 

 

Γ. ΔΑΝΕΙΑ ΜΕ ΕΠΙΤΟΚΙΟ ΚΥΜΑΙΝΟΜΕΝΟ Ή ΣΤΑΘΕΡΟ ΕΩΣ 1 ΕΤΟΣ

 

 

 

Γ1. Μέχρι 1 εκατ. Ευρώ, προς επιχειρήσεις

5.4

4.0

1.4

Γ2. Άνω του 1 εκατ. Ευρώ, προς επιχειρήσεις

3.9

3.2

0.7

Γ3. Στεγαστικά προς νοικοκυριά

3.9

3.5

0.4

Γ4. Καταναλωτικά προς νοικοκυριά

7.8

6.8

1.0

Δ. ΔΑΝΕΙΑ ΜΕ ΣΤΑΘΕΡΟ ΕΠΙΤΟΚΙΟ ΓΙΑ 1 ΕΩΣ 5 ΕΤΗ

 

 

 

Δ1. Καταναλωτικά προς νοικοκυριά

8.4

6.4

2.1

ΠΗΓΗ: Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Τράπεζα Ελλάδος

Από το «καπέλο» των ελληνικών τραπεζών δεν ξεφεύγουν ούτε οι νέοι δανειολήπτες που απευθύνονται στις τράπεζες είτε για καταναλωτικά είτε για στεγαστικά δάνεια. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το τελευταίο μέρος του Πίνακα 4, ενώ το μέσο σταθερό επιτόκιο των νέων καταναλωτικών δανείων με διάρκεια έως πέντε χρόνια ήταν τον Δεκέμβριο του 2005 στην ευρωζώνη 6,5%, το αντίστοιχο στην Ελλάδα υπερείχε κατά 2,1 ποσοστιαίες μονάδες (8,4%). Σε μέσα επίπεδα, η διαφορά αυτή έφτανε τις 2,8 ποσοστιαίες μονάδες στην περίοδο 2003-05, όπως προκύπτει από το Διάγραμμα 7. Αντίστοιχα, το κυμαινόμενο επιτόκιο καταναλωτικών δανείων στην Ελλάδα ήταν κατά 1,4 μονάδες «ακριβότερο» σε σχέση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης για την ίδια περίοδο.

Ληστεία και των επιχειρήσεων
Θα πρέπει τέλος να γίνει σαφές προς όλες τις κατευθύνσεις, ότι από τα ληστρικά επιτόκια δανεισμού των τραπεζών δεν κατάφεραν να ξεφύγουν και οι επιχειρηματίες των άλλων κλάδων με τις επιχειρήσεις τους. Πράγματι, τα επιτόκια των τραπεζικών δανείων μέχρι 1 εκατ. Ευρώ προς τις επιχειρήσεις επιβαρύνονται με επιτόκιο 5,4 %, όταν το αντίστοιχο επιτόκιο στις χώρες της ζώνης του ευρώ δεν ξεπερνά το 4,0%. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι το επιτόκιο δανεισμού των επιχειρήσεων, ακολουθώντας παραδόξως αντίστροφη πορεία από όλα τα άλλα επιτόκια, αυξήθηκε το 2005 έναντι του 2004 κατά 0,4 ποσοστιαίες μονάδες, αν και παρέμεινε σταθερό για το σύνολο της ευρωζώνης. Το αντίστοιχο επιτοκιακό «καπέλο» των τραπεζών προς τις άλλες επιχειρήσεις για δάνεια ύψους μεγαλύτερου του ενός εκατομμυρίου ευρώ έφτασε το 2005 τις 0,7 ποσοστιαίες μονάδες. Είναι προφανές, ότι η πολιτική των αδικαιολόγητα υψηλών επιτοκίων που εφαρμόζουν οι ελληνικές τράπεζες όχι μόνο προς τους καταναλωτές αλλά και προς τις επιχειρήσεις, δημιουργεί προβλήματα και δυσχεραίνει την οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων κλάδων όπως βιοτεχνία, τουρισμό, εμπόριο κ.λπ. περιορίζοντας τις επενδύσεις και κατά συνέπεια την οικονομική ανάπτυξη.

Η αρπαγή πλούτου από καταναλωτές και επιχειρήσεις
Στο σημείο αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να παρουσιάσουμε τις εκτιμήσεις για τα πρόσθετα κέρδη που απροκάλυπτα καρπώνονται οι Ελληνικές τράπεζες, από την διαφορά των επιτοκίων που δανείζουν οι ίδιες, σε σχέση με αυτά που ισχύουν στη ζώνη του ευρώ. Τα στοιχεία αυτά για την περίοδο 2003-05 παρουσιάζονται στο Διάγραμμα 8. Όπως αδρά προκύπτει από τα δεδομένα, ο τραπεζικός κλάδος στην χώρα μας, με την συγκεκριμένη πολιτική των υψηλών επιτοκίων που εφαρμόζει, υφαρπάζει απροκάλυπτα κάθε χρόνο από τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις τεράστια ποσά που ξεπέρασαν τα 2 δις ευρώ το 2005.


Διάγραμμα 9. Πρόσθετα κέρδη ελληνικών τραπεζών λόγω διαφοράς επιτοκίων δανεισμού από αυτά που ισχύουν στη ζώνη του ευρώ
Διάγραμμα 9


ΠΗΓΗ: Επεξεργασία στοιχείων υπολοίπων δανείων και επιτοκίων από ΕΚΤ και Τράπεζα Ελλάδος

Δύο σημαντικές παρατηρήσεις θα πρέπει να γίνουν με βάση τα στοιχεία αυτά. Πρώτον, είναι χαρακτηριστικό ότι παρά την παρατηρούμενη μείωση στη διαφορά των επιτοκίων με τα οποία δανείζουν οι ελληνικές τράπεζες έναντι των ευρωπαϊκών, το ύψος των καταχραστικών αυτών εισοδημάτων από τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις προς τις τράπεζες, αυξάνει κάθε χρόνο όλο και περισσότερο, από 1,5 δις ευρώ το 2003 σε 1,8 δις ευρώ το 2004 (αύξηση16,6%) και 2,0 δις ευρώ το 2005 (αύξηση 12,8%). Δεύτερον, η πρόσθετη επιβάρυνση των επιχειρήσεων εξελίσσεται τα τελευταία χρόνια ακόμα πιο δραματικά, ξεπερνώντας σε απόλυτους όρους (1.019 εκατομμύρια ευρώ) το 2005 ακόμα και την επιβάρυνση που προκύπτει για το σύνολο των καταναλωτών (1.013 εκατομμύρια ευρώ). Πράγματι, το ποσό που υφαρπάζουν οι τράπεζες από τις επιχειρήσεις των άλλων κλάδων αυξήθηκε το 2005 και το 2004 κατά 29,6% και 17,3%, αντίστοιχα, έναντι του προηγούμενου έτους (από 671 εκατομμύρια ευρώ το 2003 σε 787 εκατομμύρια ευρώ το 2004 και 1019 εκατομμύρια ευρώ το 2005). Η αύξηση αυτή οφείλεται όχι μόνο στην αύξηση του ποσού που οι επιχειρήσεις χρωστούν στις τράπεζες κάθε χρόνο (αύξηση υπολοίπου, βλ. Πίνακα 4), αλλά και στην διαφορά των ελληνικών και ευρωπαϊκών επιτοκίων για δάνεια προς τις επιχειρήσεις που παραδόξως διευρύνθηκε κατά 0,4 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ 2004 και 2005 (από διαφορά 1,0 ποσοστιαίες μονάδες το 2004 σε 1,4 μονάδες το 2005).
Συνοψίζοντας, είναι προφανές ότι η μεγάλη «ψαλίδα» μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων στην Ελλάδα εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την υψηλή κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών τα τελευταία έτη. Παρά τα υπερκέρδη που καταγράφουν οι ελληνικές τράπεζες τα τελευταία χρόνια, χρεώνουν τους δανειολήπτες, καταναλωτές και επιχειρήσεις, με επιτόκια ρεκόρ σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης στις κάρτες, τα καταναλωτικά, τα στεγαστικά και τα επιχειρηματικά δάνεια. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την ανοδική πορεία που ξεκίνησαν πρόσφατα τα επιτόκια από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, προκαλεί εύλογες ανησυχίες στο σύνολο των δανειοληπτών (καταναλωτών και επιχειρήσεων) και ακόμα περισσότερο στα 200.000 περίπου ελληνικά νοικοκυριά που βρίσκονται στα όρια της υπερχρέωσης. Ο κίνδυνος αυτός σύμφωνα με πρόσφατη (2005) και προηγούμενη (2002) έρευνα της Τράπεζας της Ελλάδας για τον δανεισμό των νοικοκυριών συγκεντρώνεται κυρίως στα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος. Είναι χαρακτηριστικό, ότι όπως προκύπτει από την εν λόγω έρευνα, περίπου 1 στα 4 νοικοκυριά με δάνειο, είναι αναγκασμένο να πληρώνει κάθε μήνα στις τράπεζες περισσότερο από το 1/3 του μηνιαίου εισοδήματός, το οποίο αποτελεί το «όριο ασφαλείας» που έχει τεθεί από τις ίδιες τις τράπεζες (βλ. Οικονομικό Δελτίο, Τεύχος 25, Αύγουστος 2005, Τράπεζα Ελλάδος).  Σύμφωνα μάλιστα με την πρόσφατη μελέτη της ICAP για την Τράπεζα της Ελλάδος, το κάθε νοικοκυριό οφείλει στις τράπεζες 19.600 ευρώ, ενώ πάνω από το 50% των νοικοκυριών αντιμετωπίζει δυσκολίες για την εξυπηρέτηση του δανείου του. Ο κίνδυνος της φούσκας των δανείων οφείλεται στον ανηλεή ανταγωνισμό των Τραπεζών (ο μόνος ανταγωνισμός μεταξύ τους) για την προσέλκυση πελατών χωρίς προϋποθέσεις, δίνοντας το δικαίωμα ακόμα και σε αμφιβόλου υπόστασης επιχειρήσεις να εκδίδουν πιστωτικές κάρτες με δήθεν προνόμια, αλλά στην ουσία με λίαν επαχθείς (και κρυφούς) όρους. Στον επιχειρηματικό τομέα, η δραματική και χωρίς προηγούμενο μεταφορά κερδών από τους άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας προς τον τραπεζικό κλάδο, δημιουργεί εύλογες ανησυχίες για την παραπέρα ανάπτυξη των κλάδων αυτών και για την συνοχή και ανάπτυξη ολόκληρης της οικονομίας.


[Αρχική Σελίδα] [Ταυτότητα] [Σύντομες Ειδήσεις] [Εγκόλπιο] [Σχετικά Links] [Επικοινωνία]


Παρέμβαση
© copyright 2003