Η στρατηγική της ΕΕ για την Υγεία-Πρόνοια. Πώς εξειδικεύεται η εφαρμογή της στην Ελλάδα

 

[πηγή: ΚΟΜΕΠ 1ος-2ος 2019]

 

Η στρατηγική της ΕΕ για την Υγεία-Πρόνοια για την περίοδο 2014-2020 αποτελεί μέρος της Στρατηγικής «Ευρώπη 2020». Περιλαμβάνει τις βασικές πολιτικές κατευθύνσεις προς τα κράτη-μέλη και υπηρετεί το στόχο για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και κερδοφορίας των ευρωπαϊκών μονοπωλίων.

Ο Κανονισμός της ΕΕ για το «Τρίτο Πρόγραμμα δράσης για την Υγεία 2014-2020» είναι αποκαλυπτικός. Για παράδειγμα, αναφέρει ότι, «εάν οι άνθρωποι παραμείνουν υγιείς και ενεργοί για μεγαλύτερο διάστημα και αν τους παρέχονται οι δυνατότητες να αναλαμβάνουν ενεργό ρόλο στη διαχείριση της υγείας τους, το γεγονός αυτό θα έχει συνολικά θετικές συνέπειες στην υγεία, μεταξύ των οποίων μείωση των ανισοτήτων σε θέματα υγείας και θετικό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής, στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα, ενώ συγχρόνως θα μειωθούν οι πιέσεις στους εθνικούς προϋπολογισμούς»1.

Όπως προκύπτει από το παραπάνω απόσπασμα, τα θέματα υγείας απασχολούν την ΕΕ στο μέτρο και το βαθμό που εμποδίζουν την παραγωγικότητα των εργαζόμενων, ειδικά με τις αλλαγές που σημειώνονται τα τελευταία χρόνια στο δημογραφικό, την αύξηση του προσδόκιμου ζωής και την παραμονή στην εργασία ως τα βαθιά γεράματα.

Το ελληνικό πρόγραμμα «ΥΓΕΙΑ 2014-2020»2 εξειδικεύει τη στρατηγική της ΕΕ στην υγεία-πρόνοια στους εξής άξονες:

– Εξασφάλιση «βιώσιμων και αποδοτικών συστημάτων υγείας» μέσω «της οικονομικής βιωσιμότητάς τους και της αλλαγής στον τρόπο λειτουργίας των δημόσιων μονάδων υγείας». Δηλαδή, ραγδαία μείωση της κρατικής χρηματοδότησης των κρατικών μονάδων υγείας κι ενίσχυση της λειτουργίας τους με όρους επιχειρήσεων.

– Περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου της Υγείας μέσω της «εξωστρέφειας» του συστήματος υγείας. Δηλαδή, ενίσχυση της επιχειρηματικής δράσης στον κλάδο.

– «Επένδυση στην υγεία των πολιτών» μέσω της κρατικής παροχής «στοιχειωδών υπηρεσιών». Δηλαδή, περιορισμός των υπηρεσιών που παρέχονται δωρεάν από το κράτος στο επίπεδο του «ελάχιστου βασικού πακέτου».

– «Άμβλυνση των ανισοτήτων στον τομέα της υγείας» μέσω «της διαχείρισης της ακραίας φτώχειας, των ελάχιστων διαμορφωμένων πακέτων κάλυψης για τις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες, των δικτύων ασφαλείας, της ενίσχυσης του εθελοντικού κινήματος». Δηλαδή, μέτρα διαχείρισης της ακραίας φτώχειας, με το ελάχιστο δυνατό κρατικό κόστος.

Οι παραπάνω άξονες αποτέλεσαν και αποτελούν το πλαίσιο στη βάση του οποίου διαμορφώνονται όλα τα μέτρα που προωθούνται από τις εκάστοτε αστικές κυβερνήσεις και έχουν ως αποτέλεσμα την επιδείνωση της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης του λαού και των υπηρεσιών πρόνοιας.

Αυτές οι κατευθύνσεις ως σύνολο αποτελούν τις βασικές προϋποθέσεις για την υλοποίηση του στόχου να εξασφαλιστεί η ανάκαμψη της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων. Έχουν ευρύτερη και όχι περιορισμένη στόχευση στα όρια της αντιμετώπισης της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης. Η συμπίεση της τιμής της εργατικής δύναμης, η διαμόρφωση ακόμα πιο «φτηνών» εργαζόμενων αποτελεί στόχο του κεφαλαίου και του κράτους όχι μόνο στη φάση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, αλλά και στη φάση της ανάπτυξης.

Η εξειδίκευση των μέτρων πραγματοποιήθηκε με ένα πλέγμα νομοθετημάτων που αφορούν το σύστημα υγείας - πρόνοιας - φαρμάκου (υποδομές και παροχές), με ενιαία κατεύθυνση τη δραστική μείωση των δημόσιων δαπανών3 και την παραπέρα ενίσχυση της ατομικής ευθύνης των λαϊκών στρωμάτων να εξασφαλίσουν την αγορά ενός μεγαλύτερου από πριν μέρους των αναγκαίων υπηρεσιών. Παρόλο που τα αποτελέσματα των μέτρων δεν έχουν ακόμα πλήρως «ωριμάσει» ως προς τις επιπτώσεις τους στους ασθενείς και τις λαϊκές οικογένειες, εντούτοις διαμορφώνεται ακόμα πιο καθαρά η εικόνα των «ενιαίων και περιορισμένων κρατικών παροχών σε όλους», στόχος που διαχρονικά υπηρέτησαν και υπηρετούν όλες οι αστικές κυβερνήσεις.

Οι παραπάνω στόχοι και τα μέτρα για την υλοποίησή τους αποτελούν το περιεχόμενο της «επιστροφής στην κανονικότητα», του «εξορθολογισμού του συστήματος υγείας-πρόνοιας», που συστηματικά πρόβαλλαν όλες οι κυβερνήσεις και τα κόμματα της αστικής διαχείρισης.

Η κοινή τους τακτική είναι να αναδεικνύουν τα υπαρκτά προβλήματα που υπάρχουν στο χώρο της υγείας και να ενοχοποιούν ως αιτία της δημιουργίας τους τις δήθεν υπερβολικές κρατικές παροχές. Σε αυτήν την κατεύθυνση ξεκίνησε η εφαρμογή της πολιτικής του «εξορθολογισμού» του συστήματος υγείας-πρόνοιας, δηλαδή των παντός είδους περικοπών των παροχών και των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων από τη δεκαετία του ’80.

Η κάθε κυβέρνηση είχε ως «ένα το κρατούμενο» τα αντιλαϊκά μέτρα της προηγούμενης και πάνω σ’ αυτά πρόσθετε και τα δικά της. Αυτό ακριβώς κάνει και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Οι επιμέρους διαφορές έχουν να κάνουν με την πιο αποτελεσματική διαχείριση της ίδιας αντιλαϊκής πολιτικής και γι’ αυτό έχει τη στήριξη του κεφαλαίου και της ΕΕ.

Η πολιτική αυτή πηγάζει ακριβώς από τον ίδιο το χαρακτήρα της ΕΕ ως διακρατικής ένωσης καπιταλιστικών κρατών, που στόχο έχει την προάσπιση των συμφερόντων των ευρωπαϊκών μονοπωλίων, που προϋποθέτει την ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζόμενων, στο πλαίσιο των οξυμένων ανταγωνισμών τους.

Αυτή είναι η αντικειμενική βάση όπου, ανεξάρτητα από το είδος της αστικής κυβέρνησης, το αποτέλεσμα για τα λαϊκά στρώματα είναι η σχετική ή και η απόλυτη υποχώρηση της δυνατότητάς τους να αξιοποιούν τα σύγχρονα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας για την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών τους σε υπηρεσίες υγείας, πρόνοιας, φαρμάκου.

 Παραθέτουμε ορισμένες βασικές εξελίξεις στο χώρο της υγείας - πρόνοιας - φαρμάκου, οι οποίες απορρέουν από την εφαρμογή των κατευθύνσεων της ΕΕ.

 

  • Για την κρατική χρηματοδότηση.

Για τα Δημόσια Νοσοκομεία προϋπολογίζεται για το 2019 νέο πετσόκομμα της κρατικής χρηματοδότησης, κατά 5,3% (65 εκατ. ευρώ), που έρχεται να προστεθεί στις μειώσεις κατά 24,1% (363 εκατ. ευρώ) το 2018 και κατά 28,8% (432 εκατ. ευρώ) το 2015.

Για την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ) εμφανίζεται αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης κατά 35 εκατ. ευρώ, τα οποία αποτελούν μέρος των περικομμένων ποσών (65 εκατ. ευρώ) από τα δημόσια νοσοκομεία. Η αύξηση αυτή δεν καλύπτει τις μειώσεις των προηγούμενων χρόνων και πολύ περισσότερο δεν αποτελεί παρά «σταγόνα στον ωκεανό» των τεράστιων ελλείψεων σε υποδομές, προσωπικό κι εξοπλισμό, του έτσι κι αλλιώς ανεπαρκέστατου δημόσιου συστήματος ΠΦΥ. Επιπρόσθετα, αποτελεί αντιλαϊκό διαρθρωτικό μέτρο το γεγονός ότι στα έσοδα για την ΠΦΥ περιλαμβάνονται για πρώτη φορά μεταβιβάσεις από τα ασφαλιστικά ταμεία, δηλαδή και πάλι από τις εισφορές των εργαζόμενων, ύψους 14 εκατ. ευρώ.

Για τον ΕΟΠΥΥ περικόπηκε η κρατική χρηματοδότηση κατά 200 εκατ. ευρώ το 2017 και κατά 214 εκατ. το 2018, δηλαδή συνολικά η περικοπή ήταν 414 εκατ. ευρώ. Η κυβέρνηση παρουσιάζει τα εναπομείναντα 100 εκατ. ευρώ ως κρατική ενίσχυση για την υγειονομική «κάλυψη» των ανασφάλιστων.

Για τη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη παραμένει το ποσό του 1 δισ. 940 εκατ. ευρώ, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί τα 2 τελευταία χρόνια, που πρακτικά σημαίνει ότι ο ΕΟΠΥΥ θα συνεχίσει να έχει δραστικά μειωμένη συμμετοχή στη δαπάνη των φαρμάκων και αντίστοιχα οι ασθενείς δραστικά αυξημένη συμμετοχή σε σχέση με το παρελθόν και τις ανάγκες τους.

 

  • Επιπτώσεις της αντιλαϊκής πολιτικής στη λειτουργία, στελέχωση και παροχές των δημόσιων μονάδων υγείας.

Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής ενισχύεται η λειτουργία των δημόσιων μονάδων υγείας ως «αυτοτελών οικονομικών μονάδων», οι οποίες πρέπει να καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών για τη λειτουργία τους από την πώληση των εργασιών τους στους ασθενείς και στα ασφαλιστικά ταμεία. Η εξασφάλιση της «ομαλής» ροής των ποσών από τον ΕΟΠΥΥ προς τα δημόσια νοσοκομεία σημαίνει την επίτευξη του στόχου η νοσοκομειακή περίθαλψη των ασθενών να χρηματοδοτείται κυρίως από τα ασφαλιστικά ταμεία (ΕΟΠΥΥ), δηλαδή από τους ίδιους τους εργαζόμενους-ασφαλισμένους. Σε αυτήν την κατεύθυνση επιβλήθηκε η επιπλέον εισφορά των συνταξιούχων στον κλάδο υγείας (6% στην κύρια κι επικουρική σύνταξη), που σημαίνει αύξηση των εσόδων του ΕΟΠΥΥ κατά περίπου 780 εκατ. ευρώ το χρόνο από τη νέα αφαίμαξη των συνταξιούχων.

Οι δημόσιες μονάδες υγείας, λειτουργώντας ως επιχειρήσεις, με σειρά μέτρων της κυβέρνησης μειώνουν και το λεγόμενο «μισθολογικό κόστος», με τη διατήρηση μειωμένου αριθμού προσωπικού, με υποκατάσταση μέρους του μόνιμου προσωπικού με επικουρικό προσωπικό και την ανάληψη των αμοιβών τους από «ίδια» έσοδα, με την καθιέρωση της διευθέτησης4 του χρόνου εργασίας, με την κινητικότητα του προσωπικού ανάμεσα σε τμήματα και μονάδες υγείας.

Οι «χιλιάδες» προσλήψεις που κατά διαστήματα εξαγγέλλονται στη συντριπτική τους πλειοψηφία αφορούν συμβασιούχους που ανανεώνεται η σύμβασή τους ή αυτούς που αντικαθιστούν τους προηγούμενους των οποίων έληξε η σύμβαση και απολύθηκαν. Στην ουσία πρόκειται για ανακύκλωση του ίδιου αριθμού εργαζόμενων και όχι για προσωπικό που προστίθεται σε αυτό που υπάρχει.

Η εφαρμογή της αναλογίας 1:1 στις προσλήψεις για τις μονάδες υγείας-πρόνοιας σημαίνει –στην καλύτερη περίπτωση– διατήρηση της σημερινής άθλιας κατάστασης, με τις τεράστιες ελλείψεις σε προσωπικό όλων των κλάδων και ειδικοτήτων σε πανελλαδικό επίπεδο. Σημαίνει επιδείνωση των συνθηκών δουλειάς των υγειονομικών και ταυτόχρονα των συνθηκών περίθαλψης και νοσηλείας των ασθενών.

Ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα είναι τα 120-150 μονίμως κλειστά κρεβάτια στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ), η μερική ή και παντελής έλλειψη ειδικοτήτων γιατρών κλπ. Είναι χαρακτηριστικά και αυτά που αναδείχτηκαν την περίοδο της πυρκαγιάς στο Μάτι της Αττικής: Να μην επαρκούν οι ειδικές μονάδες (ΜΕΘ) για εγκαυματίες, οι αιμοδοσίες των νοσοκομείων να μην μπορούν να αξιοποιήσουν τη μεγάλη προσέλευση αιμοδοτών, το Κέντρο Υγείας στη Νέα Μάκρη να μη διαθέτει Πνευμονολόγο –βασική ειδικότητα που έπρεπε να υπάρχει και ανεξάρτητα των μεγάλων αναγκών λόγω της πυρκαγιάς. Οι μεγάλες λίστες αναμονής για ιατρικές εξετάσεις, για αξονικές και μαγνητικές τομογραφίες, για χειρουργεία, για ακτινοθεραπείες, χημειοθεραπείες, για εξετάσεις προγεννητικού ελέγχου κλπ.

Το ίδιο «κόλπο» εφαρμόζει η κυβέρνηση και με την εξαγγελία για τις προσλήψεις στο πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι» και για την «Ειδική Αγωγή». Αφορά μετατροπή των συμβάσεων –ενός μέρους των εργαζόμενων με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου– σε «αορίστου χρόνου» και δεν αφορά προσλήψεις για την ενίσχυση του προσωπικού. Αυτό σημαίνει ότι οι ελλείψεις θα παραμείνουν, με τις αρνητικές επιπτώσεις για την κάλυψη των αυξημένων αναγκών που διαμορφώνονται από την αύξηση των ηλικιωμένων ατόμων με τις πρόσθετες ανάγκες τους, όπως και αυτές των ατόμων που χρειάζονται υπηρεσίες ειδικής αγωγής.

Νέο στοιχείο αποτελεί η νομοθέτηση της δυνατότητας της Τοπικής Διοίκησης Α΄ και Β΄ βαθμού ανάλογα να χρηματοδοτεί τη δημιουργία μονάδων υγείας, τον εξοπλισμό τους, τη μισθοδοσία προσωπικού, την παροχή επιδομάτων σε χρήμα και σε είδος (π.χ., στέγαση) ως «κίνητρα» κυρίως σε γιατρούς των περιφερειακών-«άγονων» περιοχών. Στην ουσία αυτό το μέτρο –παρόλο που μπορεί να έχει θετικό αποτέλεσμα σε ορισμένες περιοχές– αποτελεί μετάθεση της ευθύνης του κεντρικού κράτους στο περιφερειακό (Τοπική Διοίκηση) και προοπτικά στους κατοίκους μέσω της τοπικής φορολογίας, στο όνομα του να καλύπτεται τουλάχιστον ένα μέρος των αναγκών για τη στελέχωση των μονάδων υγείας, τον εξοπλισμό κλπ. Επιπλέον ανοίγει το δρόμο της μεγαλύτερης διαφοροποίησης των μονάδων υγείας όσον αφορά την ανάπτυξη και τις υπηρεσίες τους, ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα της Τοπικής Διοίκησης, αλλά και των κατοίκων, να χρηματοδοτούν ή όχι τέτοιες ανάγκες.

 

  • Για την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ).

Η μεταρρύθμιση στην ΠΦΥ που προώθησε η κυβέρνηση εντάσσεται στη γενικότερη πολιτική της προκειμένου να μειωθούν παραπέρα οι κρατικές και ασφαλιστικές δαπάνες για την ανάπτυξη, στελέχωση και τις παροχές των δημόσιων μονάδων ΠΦΥ.

Η ίδια η ΕΕ, το ΔΝΤ, οι κυβερνήσεις, επιστημονικοί σύλλογοι και εταιρίες, αστοί επιστήμονες με αντικείμενο τα οικονομικά της υγείας, έχουν κοινή θέση ότι από την ΠΦΥ εξαρτάται η μείωση των κρατικών και ασφαλιστικών δαπανών αποκατάστασης της υγείας για το λαό. Στη βάση αυτή, η κυβέρνηση αλλάζει τον τρόπο που θα γίνεται «η αγορά υπηρεσιών υγείας» μέσω του οικογενειακού γιατρού προκειμένου, όπως λένε, να περιοριστεί το «κόστος» που προκαλεί στο σύστημα ο ασφαλισμένος.

Ο οικογενειακός γιατρός θα λειτουργεί σαν «κόφτης» ώστε πρακτικά να διασφαλίζει –και μάλιστα έναντι ποινής– ότι αυτά που θα «στοιχίζει» ο ασφαλισμένος στα ασφαλιστικά ταμεία δε θα υπερβαίνουν το όριο των πετσοκομμένων προϋπολογισμών. Όμως η λογική του κόστους, είτε αφορά την πρόληψη είτε τη θεραπεία και αποκατάσταση, οδηγεί σε αδιέξοδο για την υγεία του λαού.

Η κυβέρνηση προπαγανδίζει ότι οι Τοπικές Μονάδες Υγείας (ΤοΜΥ) με τους οικογενειακούς γιατρούς αποτελούν επιπλέον ενίσχυση της Δημόσιας ΠΦΥ. Αυτό θα ίσχυε εάν αποτελούσαν αποκεντρωμένες μονάδες ενός αναπτυγμένου κρατικού συστήματος ΠΦΥ με επαρκή σε αριθμό, στελέχωση κι εξοπλισμό κρατικά Κέντρα Υγείας που θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στις σύγχρονες ανάγκες της πρόληψης, θεραπείας και αποκατάστασης, εξειδικευμένα κατά φύλο, ηλικία, πάθηση, έγκαιρα και αποτελεσματικά, κοντά στον τόπο κατοικίας, σπουδών, άθλησης, εργασίας κλπ. Κάτι τέτοιο όμως όχι μόνο δεν υπάρχει, αλλά αντίθετα ενισχύεται ως καρικατούρα και υποκατάστατο «σύστημα» ΠΦΥ. Οι ΤοΜΥ θα απαρτίζονται από ένα Γενικό Γιατρό ή Παθολόγο και έναν Παιδίατρο, που θα αποτελούν αντίστοιχα τον οικογενειακό γιατρό στους ενήλικες και στα παιδιά.

Με βάση τον αριθμό και τη σύνθεση αυτών των Τοπικών Ομάδων, τις τεράστιες ελλείψεις σε στελέχωση και εξοπλισμό των δημόσιων Κέντρων Υγείας, αντικειμενικά καθίσταται «αδειανό πουκάμισο» ο ισχυρισμός της κυβέρνησης ότι θα παρέχουν υπηρεσίες πρόληψης, προαγωγής της υγείας στην οικογένεια, στα σχολεία, στους χώρους δουλειάς, στους χρόνια πάσχοντες, την προγραμματισμένη φροντίδα ενηλίκων και παιδιών, κατ’ οίκον νοσηλεία, εκτίμηση ψυχικών νόσων, αντιμετώπιση οξέων προβλημάτων υγείας, καταγραφή επιδημιολογικών στοιχείων και πολλά άλλα που αναφέρονται στο νόμο για τη μεταρρύθμιση της ΠΦΥ.

Ακόμα και στην πλήρη ανάπτυξή του, αυτό το «νέο σύστημα» στην ΠΦΥ, με βάση τις εξαγγελίες της κυβέρνησης για 15λεπτη εξέταση ανά ασθενή (20 ασθενείς ανά 4ωρο τη μέρα), θα σημαίνει το πολύ μία συνταγογράφηση φαρμάκων ή μία υποτυπώδη εξέταση. Μάλιστα, ενώ αρχικά προβλεπόταν και δωρεάν ιατρική επίσκεψη στο σπίτι, τελικά αφαιρέθηκε, που σημαίνει ότι πολλοί ασθενείς που δεν μπορούν ή και δε χρειάζεται να μετακινηθούν σε μονάδα υγείας θα πληρώνουν την «κατ’ οίκον» ιατρική επίσκεψη.

Στην ΠΦΥ αντανακλάται ιδιαίτερα η αστική αντίληψη και πολιτική. Ενώ ο βασικός πυρήνας της ΠΦΥ πρέπει να είναι η πρόληψη και πριν απ’ όλα πρέπει να απευθύνεται στους υγιείς προτού αρρωστήσουν, ωστόσο αυτό στον καπιταλισμό αποτελεί ανεπίτρεπτο «κόστος και σπατάλη».

Ο εκμεταλλευτικός χαρακτήρας αυτού του κοινωνικού οικονομικού συστήματος είναι σε αντίθεση με την ουσία της ΠΦΥ, δηλαδή την πρόληψη. Όταν στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οικονομίας επιδεινώνονται συνολικά οι όροι ζωής της εργατικής τάξης, των λαϊκών οικογενειών, στα ζητήματα της σίτισης, στέγασης, συνθηκών δουλειάς, ανεργίας, μείωσης μισθών και συντάξεων, περικοπής των διακοπών, στέρησης της θέρμανσης κλπ., δηλαδή όταν επιδεινώνονται όλοι οι όροι που συνιστούν τους παράγοντες φθοράς της υγείας του λαού, δεν μπορεί να υπάρχει προάσπιση και προαγωγή της υγείας όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση ότι στοχεύει με την πολιτική της.

 

  • Για τη δημόσια φαρμακευτική περίθαλψη.

Με την καθιέρωση της λεγόμενης «ασφαλιστικής τιμής» οι ασθενείς, εκτός της καθιερωμένης συμμετοχής (0%-10%-25%) πληρώνουν και μέρος ή εξολοκλήρου τη διαφορά από τη λιανική τιμή των φαρμάκων. Το «κόλπο» με την καθιέρωση της ασφαλιστικής τιμής είναι ότι ο ΕΟΠΥΥ συμμετέχει στην αποζημίωση για ένα μικρότερο μέρος της πραγματικής τιμής των φαρμάκων. Έτσι, ενώ για ένα φάρμακο η συμμετοχή των ασθενών είναι 25%, στην πράξη πληρώνουν μέχρι και 80% της λιανικής του τιμής. Π.χ., το πρώτο 8μηνο του 2018 ο ΕΟΠΥΥ –με τα θεσμοθετημένα ποσοστά συμμετοχής– έπρεπε να πληρώσει το 85% της αξίας των φαρμάκων που ανήκουν στη «θετική λίστα» –δηλαδή αυτών που συμμετέχει στην αποζημίωσή τους– και οι ασθενείς το 15%. Στην πράξη, με τους μηχανισμούς «εξορθολογισμού» της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης τα ποσοστά αυτά έγιναν 65% για τον ΕΟΠΥΥ και 35% για τους ασθενείς. Αυτό σημαίνει ότι για το διάστημα αυτό ο «εξορθολογισμός» της κυβέρνησης στοίχισε στους ασθενείς επιπλέον 280 εκατ. ευρώ,τα οποία αφαιρέθηκαν από τη δαπάνη που έπρεπε να επιβαρύνει τον ΕΟΠΥΥ.

Πρόκειται για το αποτέλεσμα της πολιτικής περιστολής της κρατικής και ασφαλιστικής δαπάνης και αύξησης της συμμετοχής των ασθενών. Πολιτική που εφαρμόστηκε απ’ όλες τις αστικές κυβερνήσεις. Άλλωστε και στις τοποθετήσεις του ΣΥΡΙΖΑ, των ΑΝΕΛ, του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων της εξεταστικής επιτροπής για τα σκάνδαλα στο φάρμακο, υπήρξε διαγωνισμός μεταξύ τους και ήταν «λαλίστατοι» για το ποιος κατάφερε τη μεγαλύτερη μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, ενώ δεν είπαν «κουβέντα» για τις αυξημένες πληρωμές των ασθενών.

Σύμφωνα με δηλώσεις του υπουργού Υγείας, διερευνάται η σύνδεση της συμμετοχής των ασθενών στη φαρμακευτική δαπάνη ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος και στο πλαίσιο αυτό να υπάρχει κάποια μείωση της συμμετοχής σε φάρμακα για χρόνιες παθήσεις και οπωσδήποτε το μέτρο αυτό να είναι δημοσιονομικά «ουδέτερο». Δηλαδή να μην επιδρά στην κρατική και ασφαλιστική δαπάνη. Ουσιαστικά πρόκειται για μέτρο που δεν καταργεί, ούτε μειώνει τη συνολική δαπάνη των ασθενών, παρά μόνο θα την ανακατανέμει, στη λογική να πληρώνουν οι φτωχότεροι κάτι λιγότερο και το έλλειμμα που θα προκύπτει να φορτώνεται στους λιγότερο φτωχούς.

 

  • Για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των ανασφάλιστων.

Τα ευρωενωσιακά και κυβερνητικά επιτελεία αναφέρονται στις «ανισότητες στην πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη»5 και στην αντιμετώπισή τους με «στοιχειώδεις υπηρεσίες υγείας, ελάχιστα διαμορφωμένα πακέτα κάλυψης για τις ευάλωτες ομάδες, ενίσχυση του εθελοντικού κινήματος μέσα από το συντονισμό επίσημων και ανεπίσημων παρόχων υγείας»6.

Στη βάση των παραπάνω κατευθύνσεων υπήρξε στη φάση της κρίσης η ανάπτυξη των Κοινωνικών Φαρμακείων και Ιατρείων, για τα οποία πρωτοστάτησε κυρίως η Τοπική Διοίκηση, η Εκκλησία, επιστημονικοί σύλλογοι κι ένα μεγάλο μέρος των επιχειρηματικών ομίλων. Ουσιαστικά ήταν υλοποίηση των κατευθύνσεων της ΕΕ, διότι υπήρξε υποτυπώδης διαχείριση των προβλημάτων υγείας των εκατομμυρίων ανασφάλιστων χωρίς να επιβαρύνεται το κράτος.

Η διαχείριση του μεγάλου αριθμού ανασφάλιστων και των αναγκών τους για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, νοσηλεία κλπ., σε ένα ελάχιστο επίπεδο, χωρίς όμως να είναι σε βάρος των κρατικών προϋπολογισμών, όπως επιτάσσουν και οι κατευθύνσεις της ΕΕ, στη σημερινή φάση υλοποιείται με την παροχή του ΑΜΚΑ των ανασφάλιστων.

Η κυβέρνηση προβάλλει το μέτρο αυτό, για τη δήθεν «δωρεάν» ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των ανασφάλιστων, ως απόδειξη της φιλολαϊκότητάς της σε αντίθεση με τις προηγούμενες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ.

Ουσιαστικά η παροχή αυτή γίνεται με «ξένα κόλυβα», αφού ο κρατικός προϋπολογισμός δε βάζει σχεδόν τίποτα και η δαπάνη φορτώνεται στον ΕΟΠΥΥ, δηλαδή «μοιράζεται» σε όλους τους εργαζόμενους, ενώ ένα μέρος της πληρώνεται απευθείας από τους ανασφάλιστους με τη μορφή των ποσοστών συμμετοχής.

Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η χρηματοδότηση του ΕΟΠΥΥ από τον κρατικό προϋπολογισμό το 2017 και το 2018 μειώθηκε αθροιστικά κατά 406 εκατ. ευρώ. Από την περικοπή «γλίτωσαν» 100 εκατ. ευρώ, που η κυβέρνηση τα παρουσιάζει σα χρηματοδότηση των αναγκών των ανασφάλιστων. Στην ουσία τα 100 εκατ. ευρώ δεν αποτελούν –έστω και μικρή– επιπλέον χρηματοδότηση από το κράτος για τις ανάγκες των ανασφάλιστων, αλλά ένα υπόλοιπο από τη δραστική περικοπή της χρηματοδότησης του ΕΟΠΥΥ από το κράτος.

Αυτό το ποσό σε καμία περίπτωση δε φτάνει να καλύψει τις ανάγκες των περίπου 1,5 εκατομμυρίων ανασφάλιστων. Ενδεικτικά, με τα 67 ευρώ (1,5 εκατ. ανασφάλιστοι / 100 εκατ. ευρώ) που αναλογεί η κρατική χρηματοδότηση για κάθε ανασφάλιστο καλύπτεται η δαπάνη των δύο εποχικών εμβολίων (Γρίπη και Πνευμονιόκοκκος) γι’ αυτόν τον πληθυσμό. Τα άλλα ακριβά παιδικά εμβόλια, τα φάρμακα για εποχικές και χρόνιες παθήσεις, υγειονομικό υλικό, οι δαπάνες για εργαστηριακές εξετάσεις, για προληπτικούς και προγεννητικούς ελέγχους, τοκετούς, χειρουργεία, θεραπείες, υπηρεσίες ειδικής αγωγής όπως λογοθεραπείες κλπ., πώς θα πληρωθούν από τον ΕΟΠΥΥ που υποχρηματοδοτείται από το κράτος και τους επιχειρηματίες;

Οι δωρεάν παροχές ισχύουν για ένα μικρό μέρος των ανασφάλιστων με ατομικό εισόδημα έως 2.400 ευρώ το χρόνο, που δεν πληρώνουν συμμετοχή στα φάρμακα. Όλοι οι άλλοι πληρώνουν κανονικά συμμετοχή στις δαπάνες ή και εξολοκλήρου, σύμφωνα με τον κανονισμό παροχών του ΕΟΠΥΥ, όπως και όλοι οι άλλοι εργαζόμενοι.

Οι ανασφάλιστοι έχουν δικαίωμα να πηγαίνουν μόνο στις δημόσιες μονάδες υγείας, όμως λόγω των τεράστιων ελλείψεων σε στελέχωση, εξοπλισμό κλπ., αρκετές φορές το δικαίωμα αυτό είναι περιορισμένο ή και χωρίς αντίκρισμα. Ενδεικτικές είναι οι περιπτώσεις των μακροχρόνιων ραντεβού για αξονικές και μαγνητικές εξετάσεις στις δημόσιες μονάδες υγείας, η σχεδόν μηδενική δυνατότητα για φυσικοθεραπείες, υπηρεσίες ειδικής αγωγής, η προμήθεια διορθωτικών φακών οράσεως κλπ. Όμως, τα ζητήματα που σχετίζονται με την υγεία και τη ζωή των ανθρώπων δεν μπορούν να «περιμένουν». Έτσι οι ανασφάλιστοι, για να αντιμετωπίσουν έγκαιρα σοβαρά προβλήματα υγείας, ή θα εξαναγκαστούν να πληρώσουν ή να περιμένουν στις μακρές λίστες αναμονής με ενδεχόμενο την επιδείνωση της υγείας τους. Με βάση όλα αυτά, η λεγόμενη «καθολική πρόσβαση» αξιοποιείται προπαγανδιστικά από την κυβέρνηση προκειμένου να συγκαλυφθεί η βαθιά ταξική ανισότητα στις υπηρεσίες υγείας.

 

  • Για τις παροχές του ΕΟΠΥΥ.

Εισάγονται για πρώτη φορά –και σταδιακά– οι συμπληρωμές των ασθενών για θεραπείες που μέχρι τώρα ήταν δωρεάν. Με το νέο κανονισμό παροχών του ΕΟΠΥΥ, π.χ., καθιερώθηκε 10% συμμετοχή των ασθενών στην πληρωμή για τις φυσικοθεραπείες και τις λογοθεραπείες.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα που εξαναγκάζει τους ασθενείς σε επιπλέον πληρωμές είναι η αδυναμία των δημόσιων μονάδων να ανταποκριθούν στις ανάγκες των ασθενών για εργαστηριακές εξετάσεις, θεραπείες, νοσηλεία, χειρουργεία κλπ. λόγω της υποστελέχωσης και της ανεπάρκειας του εξοπλισμού τους. Ουσιαστικά ένα μεγάλο μέρος των ασθενών εξαναγκάζεται να απευθύνεται στον ιδιωτικό τομέα πληρώνοντας επιπλέον ποσά, παρόλο που θεωρητικά δικαιούται «δωρεάν» αυτές τις παροχές. Π.χ., συμμετοχή κατά 15% στις εργαστηριακές-διαγνωστικές εξετάσεις, πληρωμή από 30% έως 50% της τιμής των νοσηλίων στον ιδιωτικό τομέα και σε αρκετές περιπτώσεις ξεχωριστή επιπλέον αμοιβή των γιατρών.

Αντίστοιχο παράδειγμα αποτελούν οι τομείς της Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής (ΙΥΑ) και των εξετάσεων προγεννητικού ελέγχου, όπως για την αυχενική διαφάνεια που εξετάζει την πιθανότητα χρωμοσωματικών ανωμαλιών του εμβρύου. Παρόλο που παρέχονται στις δημόσιες μονάδες, τα ζευγάρια εξαναγκάζονται στην πλειοψηφία τους να πληρώνουν στον ιδιωτικό τομέα λόγω της αδυναμίας του δημόσιου τομέα να ανταποκριθεί στις ανάγκες.

Για τις ανάγκες των υπηρεσιών στην Ειδική Αγωγή η χρηματοδότηση προς τον ΕΟΠΥΥ για το 2017 και το 2018 μειώθηκε από 110 εκατ. ευρώ στα 60 εκατ. ευρώ. Παρά τις εξαγγελίες, τα ειδικά σχολεία παραμένουν υποστελεχωμένα και υποβαθμισμένα, ενώ για τις ειδικές θεραπείες που χρειάζονται τα παιδιά με αναπηρία τα κονδύλια από 110 εκατ. μειώθηκαν στα 60 εκατ. ευρώ. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί για ένα μέσο πακέτο υπηρεσιών που απαιτείται για την κάλυψη 20.000 παιδιών για ένα χρόνο, τη στιγμή που ο αριθμός των παιδιών που χρειάζονται υπηρεσίες ειδικής αγωγής είναι περίπου 200.000. Αυτό έχει ως συνέπεια οι γονείς να αναγκάζονται να πληρώνουν κάθε μήνα μεγάλα ποσά, είτε για την «παράλληλη στήριξη» του παιδιού τους στο γενικό σχολείο είτε στους επιχειρηματίες που έχουν τα απογευματινά κέντρα θεραπειών, ενώ δεν είναι λίγες οι οικογένειες που δυσκολεύονται να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο ή να τους προσφέρουν τις απαραίτητες θεραπείες.

Στον τομέα της αποκατάστασης παραμένει το πρόβλημα της μεγάλης ανεπάρκειας των δημόσιων υποδομών, αφού υπάρχουν μόνο 200 κρεβάτια από τα 2.000 που υπολογίζεται ότι απαιτούνται. Γι’ αυτό, στον τομέα αυτόν υπάρχει ραγδαία ανάπτυξη των ιδιωτικών επιχειρήσεων, που την τελευταία 10ετία επένδυσαν στην ανάπτυξη μονάδων αποκατάστασης με πάνω από 800 κρεβάτια. Για την αποκατάσταση πληρώνουν πρόσθετα ποσά τόσο οι ασθενείς που κατορθώνουν να εντάσσονται στις δημόσιες μονάδες αποκατάστασης και πολλά περισσότερα όσοι απευθύνονται στις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Αυτό είναι αποτέλεσμα των ανεπαρκών παροχών που προβλέπονται από τον κανονισμό παροχών του ΕΟΠΥΥ.

 

  • Για τα ΑμΕΑ.

Η κυβέρνηση, συνεχίζοντας την πολιτική των προηγούμενων κυβερνήσεων, επεκτείνει την περικοπή σε επιδόματα και αναπηρικές συντάξεις. Στο τρίτο μνημόνιο, που έχει την υπογραφή της κυβέρνησης, αλλά και των ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΠΟΤΑΜΙΟΥ, υπάρχει η ρητή δέσμευση ότι κάθε χρόνο και για όσο διαρκεί το πρόγραμμα θα πετσοκόβουν κατά 0,5% του ΑΕΠ τα κονδύλια για την πρόνοια, που αντιστοιχούν σε περίπου 900 εκατ. ευρώ κατ’ έτος.

Για την υλοποίηση αυτού του στόχου ήδη αξιοποιούνται τα Κέντρα Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕΠΑ) για τη δραστική μείωση των ποσοστών αναπηρίας σε ανθρώπους που δεν έχει μεταβληθεί η πάθησή τους. Η εφαρμογή του κριτηρίου της «λειτουργικότητας», που προβάλλεται ως εκσυγχρονισμός του συστήματος απονομής του βαθμού αναπηρίας, αποτελεί το νέο τρόπο περικοπών. Θα προκαλέσει ακόμα μεγαλύτερη διαφοροποίηση μεταξύ των ανθρώπων της ίδιας αναπηρίας, αφού θα παίρνονται υπόψη και άλλα κριτήρια, όπως η οικογενειακή, οικονομική, περιουσιακή κατάσταση, η «κοινωνικότητα», η δυνατότητα εργασίας κλπ. Στην πράξη όλα αυτά σημαίνουν ανάλογα μικρότερες ή μεγαλύτερες περικοπές όλων όσων απαιτούνται για τη στήριξη των ατόμων με αναπηρία λόγω των πρόσθετων αναγκών που έχουν ανάλογα με το είδος της αναπηρίας. Πρόκειται για μέτρα που έχουν ως κατεύθυνση οι κρατικές και ασφαλιστικές παροχές να περιορίζονται κυρίως σε αυτούς που διαβιούν στα όρια της ακραίας φτώχειας και σε όλους τους άλλους να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο η ατομική-οικογενειακή ευθύνη για να αντεπεξέλθουν όχι μόνο στις πρόσθετες, αλλά και στις «τρέχουσες» ανάγκες, όπως ο υπόλοιπος πληθυσμός.

Η πολιτική της ΕΕ για την «άμβλυνση των ανισοτήτων» περιλαμβάνει και την κατεύθυνση της λήψης μέτρων προκειμένου τα ΑμΕΑ να έχουν «ισότιμη πρόσβαση», όπως ο υπόλοιπος πληθυσμός, στα προϊόντα και τις υπηρεσίες της καπιταλιστικής αγοράς. Ουσιαστικά η ΕΕ εκτιμά ότι ο χώρος των ΑμΕΑ αποτελεί μια πολυάριθμη «αγορά», που, για να αξιοποιηθεί, πρέπει να γίνουν οι αναγκαίες προσαρμογές. Από αυτήν τη σκοπιά προβάλλει τη λήψη μέτρων ώστε τα ΑμΕΑ να έχουν δυνατότητα «πρόσβασης» και αξιοποίησης σε μεταφορές, υπηρεσίες, νέες τεχνολογίες, προϊόντα που έχουν «πνευματική ιδιοκτησία», διευκολύνσεις στο εργασιακό τους περιβάλλον κλπ., με τη βασική αρχή ότι δε θα πρέπει να επιβαρύνεται ο κρατικός προϋπολογισμός και τα μέτρα να είναι «λογιστικά συμφέροντα».

 

  • Στη Στρατηγική «Ευρώπη 2020» για τη «δίκαιη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη», δίνονται οι κατευθύνσεις για την προώθηση μέτρων για την «κοινωνική ένταξη και την καταπολέμηση της φτώχειας».

Εξειδικεύεται με την πολιτική των «ελάχιστων κρατικών παροχών» σε αυτούς που «πραγματικά έχουν ανάγκη», δηλαδή με τον περιορισμό τους σε ένα μικρό τμήμα του πληθυσμού όπου με βάση οικονομικά, οικογενειακά, περιουσιακά κριτήρια βρίσκεται γύρω ή εντάσσεται στην κατηγορία της ακραίας φτώχειας. Η ίδια η πολιτική στήριξης της ανταγωνιστικότητας και της αναθέρμανσης της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων που γεννά και αναπαράγει μαζικά τη φτώχεια, την ανέχεια, την ανεργία στα λαϊκά στρώματα διαθέτει ένα ελάχιστο μέρος από τον πλούτο που παράγουν οι εργαζόμενοι –σε είδος ή σε χρήμα– κυρίως για τους εξαθλιωμένους.

Αυτόν το χαρακτήρα έχουν τέτοιου τύπου μέτρα όπως το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης, η διανομή σχολικών γευμάτων, η επιδότηση ενοικίου κλπ. Ακόμα και αυτά όμως, όσον αφορά την έκταση και το μέγεθος της παροχής τους, εξαρτώνται από την επίτευξη των «ματωμένων πλεονασμάτων» μέσω του άγριου ξεζουμίσματος των εργαζόμενων, των συνταξιούχων, των λαϊκών οικογενειών.

Ουσιαστικά πρόκειται για εφαρμογή της πολιτικής «παίρνω 100 από τον καθένα» κι «επιστρέφω 1» μόνο σ’ αυτούς που δεν έχουν «στον ήλιο μοίρα». Αυτήν την πολιτική απάτη κάνει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Κρύβει τα 100 που με την πολιτική της κλέβει από τους εργαζόμενους και χρησιμοποιεί το 1 σαν «βεγγαλικό» για να μακιγιάρει ως φιλολαϊκή την αντιλαϊκή της πολιτική. Πολύ περισσότερο, για να βγάλει «λάδι» το εκμεταλλευτικό σύστημα, να καλλιεργήσει τη λαϊκή συναίνεση και την ανοχή των εργαζόμενων στο «ελάχιστο», γιατί «υπάρχουν και χειρότερα». Σε αυτήν την κατεύθυνση πρόβαλε τα «αντίμετρα» ως τρόπο με τον οποίο οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι θα «αναπλήρωναν» δήθεν τη χασούρα που είχαν από την εφαρμογή των μέτρων των «μνημονίων». Ακόμα και αυτά όμως –αφού τα αξιοποίησε για να παραπλανήσει τα λαϊκά στρώματα– τα «ξηλώνει» ένα-ένα, είτε με τον περιορισμό τους είτε και με την περικοπή τους. Ενδεικτικά:

Από το 2019 καταργείται το ποσό των 240 εκατ. ευρώ που προβλεπόταν ως κρατική ενίσχυση για να έχουν μειωμένη συμμετοχή ορισμένοι ασφαλισμένοι στη φαρμακευτική δαπάνη. Ήταν ένα από τα πολυδιαφημισμένα «αντίμετρα» της κυβέρνησης, που τώρα καταργεί. Κυρίως αφορούσε την κατηγορία των συνταξιούχων που έπαιρναν το ΕΚΑΣ, δηλαδή όσοι έπαιρναν τις κατώτερες συντάξεις πείνας. Τώρα αυτοί οι συνταξιούχοι, μαζί με την πλήρη κατάργηση του ΕΚΑΣ, δηλαδή με μειωμένο εισόδημα, θα πρέπει να πληρώσουν ακόμα περισσότερα για φάρμακα, παίρνοντας υπόψη ότι σε αυτές τις ηλικίες είναι αυξημένες οι ανάγκες λόγω της ύπαρξης χρόνιων προβλημάτων στην υγεία τους. Αλλά και στην περίπτωση που δοθεί η δυνατότητα να συνεχιστεί η μειωμένη συμμετοχή, η επιπλέον χρηματοδότηση για να καλυφθεί η διαφορά που θα προκύψει θα μεταφερθεί κατά τη συνήθη πρακτική της κυβέρνησης στους υπόλοιπους ασφαλισμένους μέσω του ΕΟΠΥΥ.

Για το 2019 η καταβολή του λεγόμενου «κοινωνικού μερίσματος» προς τα πιο φτωχά λαϊκά στρώματα θα είναι μειωμένο από 50 ως 150 ευρώ σε σχέση με το 2018, και μάλιστα σε συνθήκες που λόγω του συνολικού «πακέτου» των αντιλαϊκών μέτρων το λαϊκό εισόδημα είναι ακόμα μικρότερο.

 

  • Για την Υγεία και Ασφάλεια στην Εργασία.

Το 2014 δημοσιεύτηκε το κείμενο που επικαιροποιεί το στρατηγικό πλαίσιο της ΕΕ για τα θέματα Υγείας και Ασφάλειας στην Εργασία (ΥΑΕ) για την περίοδο 2014-20207. Βασικός άξονας αυτού του στρατηγικού πλαισίου παραμένει η αντιμετώπιση του επαγγελματικού κινδύνου με γνώμονα τη διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Με αυτό το κριτήριο γίνεται και η αξιολόγηση της πορείας των εργατικών ατυχημάτων και των επαγγελματικών ασθενειών, δηλαδή εξετάζεται η επίδρασή τους στην παραγωγικότητα, στην απώλεια χρόνου εργασίας (απουσία από την εργασία λόγω ατυχήματος ή ασθένειας), στην επιβάρυνση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.

Με δεδομένη την κατεύθυνση αύξησης των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, αναφέρεται ως στρατηγικός στόχος η ενσωμάτωση των κανόνων ΥΑΕ στους εργαζόμενους μεγαλύτερης ηλικίας, αποκρύπτοντας ότι βασικός παράγοντας στην επιβάρυνση της υγείας των εργαζόμενων είναι ακριβώς η παράταση του εργάσιμου βίου.

Βασική στόχευση της πολιτικής της ΕΕ και των κυβερνήσεων είναι η επίθεση στο θεσμό των ΒΑΕ, που ξεκίνησε ήδη από τη δεκαετία του ’90 για να κλιμακωθεί το 2011 με τον αποχαρακτηρισμό αρκετών επαγγελμάτων, κλάδων κι εργασιακών χώρων. Παρότι υπήρχε απουσία επιστημονικών δεδομένων που να τεκμηριώνει ότι αυτοί οι κλάδοι δεν ανήκουν στα ΒΑΕ, παρότι υπάρχουν δεδομένα που αναδεικνύουν την αυξημένη επιβάρυνση της υγείας των εργαζόμενων στους συγκεκριμένους κλάδους, προτάχτηκε η εξυπηρέτηση των πάγιων επιδιώξεων της αστικής τάξης για φθηνότερη εργατική δύναμη και για περιορισμό του λεγόμενου μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους εργασίας.

Η εξειδίκευση της κοινοτικής κατεύθυνσης ΥΑΕ για την Ελλάδα από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για τα έτη 2016-2020 έγινε με τη δημοσίευση της απόφασης του υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης υπό τον τίτλο: «Έγκριση Εθνικής Στρατηγικής για την Υγεία και Ασφάλεια στην Εργασία για τα έτη 2016-2020».8 Οι βασικές κοινοτικές κατευθύνσεις διαπερνούν το συγκεκριμένο κείμενο, με πυρήνα τους το «κόστος-όφελος» για το κεφάλαιο, την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και την «εργασιακή ειρήνη».

Πλευρές της αρνητικής κατάστασης που έχει διαμορφωθεί ομολογούνται στο κείμενο της Στρατηγικής. Αναφέρεται ενδεικτικά: «Στον ιδιωτικό τομέα, στην πλειοψηφία των επιχειρήσεων η παροχή υπηρεσιών Υγείας και Ασφάλειας στους/στις εργαζόμενους/ες είναι τυπική και υποτυπώδης, ιδίως όσον αφορά το χώρο των πολύ μικρών και των μικρών επιχειρήσεων [...] Στο Δημόσιο Τομέα, αν εξαιρεθούν οι περισσότεροι Δήμοι και οι παλιές ΔΕΚΟ, η Νομοθεσία για την Υγεία και Ασφάλεια της Εργασίας αγνοείται [...] Οι εργοδότες, είτε πάρουν μέτρα είτε όχι, δεν έχουν καμία επίπτωση, με συνέπεια να αρκούνται στην τυπική κάλυψη των νομοθετικών τους υποχρεώσεων [...] Σε ό,τι αφορά τις Εσωτερικές Υπηρεσίες Προστασίας και Πρόληψης (ΕΣΥΠΠ), η νομοθεσία παραβιάζεται συστηματικά [...] Οι υπάρχουσες Εξωτερικές Υπηρεσίες Προστασίας και Πρόληψης (ΕΞ.Υ.Π.Π.) λειτουργούν κατά βάση με τους κανόνες της αγοράς.»9

Αν και η καταγραφή στην Ελλάδα είναι ελλιπής, από επίσημα στοιχεία προκύπτει ότι από το 1999 έως σήμερα πάνω από 2.000 εργαζόμενοι έχουν χάσει τη ζωή τους στο χώρο εργασίας, ενώ πολλαπλάσιοι είναι οι τραυματισμοί.

Μόνο στον κλάδο των ΟΤΑ –που έχει πρωτοστατήσει στην ανατροπή των εργασιακών σχέσεων– τα τελευταία 3 χρόνια υπάρχουν πάνω από 50 θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα.

Η απουσία μέτρων πρόληψης οδηγεί σε πρόωρη φθορά της υγείας και στην εκδήλωση επαγγελματικών ασθενειών (καρκίνος, μυοσκελετικές παθήσεις, βαρηκοΐα κ.ά.). Εκτιμάται ότι στη χώρα μας πεθαίνουν κάθε χρόνο από επαγγελματικές ασθένειες –που όμως καταγράφονται ως «κοινή νόσος»– πάνω από 400 εργαζόμενοι.

Το μέγεθος του προβλήματος της υποστελέχωσης των δημόσιων υπηρεσιών σε ειδικευμένους Γιατρούς Εργασίας φαίνεται από το γεγονός ότι πανελλαδικά υπάρχουν συνολικά μόνο 153 ειδικευμένοι Γιατροί Εργασίας. Στις Περιφέρειες των Ιονίων Νήσων και του Βόρειου Αιγαίου, όπως επίσης σε 24 νομούς της Ελλάδας (περίπου στο 50%), δεν υπάρχει κανένας ειδικευμένος Γιατρός Εργασίας.10

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ και στα ζητήματα για την ΥΑΕ έχει αναλάβει να βγάλει σε πέρας τη «βρόμικη» δουλειά σε όφελος του κεφαλαίου και σε βάρος της υγείας και της ίδιας της ζωής των εργαζόμενων.

Περιγράφει τα προβλήματα, αλλά τα αποσυνδέει από την αιτία τους που είναι το άγριο εκμεταλλευτικό σύστημα το οποίο μετράει τα μέτρα υγείας και ασφάλειας στην εργασία τόσο όσο δεν επιδρούν στο κυνήγι του μέγιστου κέρδους. Ανάγει τη «λύση» αυτών των προβλημάτων σε μια καλύτερη διαχείριση, επιχειρώντας και την ενσωμάτωση των εργαζόμενων μέσω του «κοινωνικού διαλόγου», αφήνοντας άθικτη τη σημερινή κατάσταση, επικίνδυνη για τους εργαζόμενους, με άμεσες και με μεσομακροπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία τους. Ας δούμε ορισμένες χαρακτηριστικές πλευρές του θέματος:

- Η προώθηση αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων (Ασφαλιστικό, εργάσιμος χρόνος, εργασιακές σχέσεις, απελευθέρωση τομέων στρατηγικής σημασίας, όρια ηλικίας συνταξιοδότησης κλπ.) επηρεάζει αρνητικά και την ΥΑΕ. Στο κείμενο της «εθνικής στρατηγικής» αυτές οι αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις θεωρούνται δεδομένες και η συζήτηση αφορά το πώς η σχετική νομοθεσία και τα μεθοδολογικά εργαλεία της ΥΑΕ θα προσαρμοστούν καλύτερα σε αυτές.

- Διατηρείται το πλαίσιο εμπορευματοποίησης της ΥΑΕ, η απουσία δημόσιων υποδομών εκτίμησης και πρόληψης του επαγγελματικού κινδύνου και η απουσία πλαισίου παροχής ουσιαστικών υπηρεσιών για την πρόληψη και αποκατάσταση της υγείας των εργαζόμενων στη χώρα μας. Η θεσμοθέτηση ενός Φορέα Ασφάλισης του Επαγγελματικού Κινδύνου που θα κινείται με βάση το πλαίσιο της συνολικής αναδιάρθρωσης του Ασφαλιστικού, δηλαδή την αρχή της «ανταποδοτικότητας» και της ελάφρυνσης των βαρών για το κεφάλαιο και το αστικό κράτος, δε διασφαλίζει την αναγκαία κάλυψη της υγείας των εργαζόμενων που έχουν υποστεί φθορά της υγείας τους από τον επαγγελματικό κίνδυνο11.

- Καμία ουσιαστική βελτίωση δεν προκύπτει όσον αφορά το σημερινό πλαίσιο ελέγχων της εργοδοτικής ευθύνης από τους αρμόδιους ελεγκτικούς μηχανισμούς του αστικού κράτους (π.χ., ελλείψεις προσωπικού στις επιθεωρήσεις ΥΑΕ, προσανατολισμός Επιθεώρησης στη συμφιλίωση μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, μετάθεση εργοδοτικής ευθύνης στις πλάτες του εργαζόμενου και του Τεχνικού Ασφάλειας κ.ά.).

 

  • Ενισχύεται η απελευθέρωση της αγοράς στην Υγεία και η επιχειρηματική δράση.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ προώθησε μέτρα τα οποία αποτελούν εξειδίκευση της πολιτικής της ΕΕ για την «απελευθέρωση» επαγγελμάτων, υπηρεσιών κι εμπορευμάτων που σχετίζονται με το χώρο της υγείας και του φαρμάκου. Ουσιαστικά πρόκειται για κατάργηση περιορισμών που αποτελούν εμπόδιο για την ανάπτυξη της δράσης των μεγαλοεπιχειρηματιών και της ανταγωνιστικότητας.

Ενδεικτικά, τέτοια μέτρα είναι η απελευθέρωση του ωραρίου των φαρμακοποιών, η δυνατότητα ίδρυσης φαρμακείων από επενδυτές που δεν είναι φαρμακοποιοί, η αύξηση του αριθμού των φαρμακείων για κάθε επιχειρηματία φαρμακοποιό ή μη φαρμακοποιό, η δυνατότητα των γιατρών και των φυσικοθεραπευτών να ασκούν το επάγγελμα ταυτόχρονα σε όλη τη χώρα, η απελευθέρωση των τιμών των λεγόμενων Γενικής Διάθεσης Φαρμάκων (ΓΕΔΙΦΑ), οι ευνοϊκές ρυθμίσεις12 για την ανάπτυξη της επιχειρηματικής δράσης στον τομέα των Μονάδων Ημερήσιας Νοσηλείας (ΜΗΝ).

Την ίδια περίοδο ενισχύθηκε η «συγκέντρωση» των επιχειρήσεων στον ιδιωτικό τομέα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την εξαγορά από τη Hellenic Healthcare –θυγατρική του CVC Capital Partners– του «Metropolitan», του «Ιασώ General», του ομίλου «Υγεία», δηλαδή των νοσοκομείων «Υγεία», «Μητέρα», «Λητώ» και του νοσοκομείου του ομίλου στα Τίρανα. Μάλιστα, αυτός ο όμιλος είναι «περίεργο» πώς δε «φοβήθηκε» τις διακηρύξεις του ΣΥΡΙΖΑ υπέρ του δημόσιου συστήματος υγείας και διακινδύνευσε εκατοντάδες εκατομμύρια για την εξαγορά των παραπάνω νοσοκομείων. Ίσως κάτι ξέρει περισσότερο...

Άλλο παράδειγμα είναι η προώθηση του λεγόμενου «ιατρικού τουρισμού» στο πλαίσιο της «διασυνοριακής υγειονομικής περίθαλψης» της ΕΕ, στον οποίο εμπλέκονται μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες, επιχειρήσεις στον τομέα των μεταφορών και βεβαίως επιχειρήσεις στον τομέα της υγείας. Αντίστοιχος προσανατολισμός χαρακτηρίζει και το ΕΣΠΑ 2014-2020, όπου μέρος των κονδυλίων του διατίθεται για τη χρηματοδότηση τέτοιου είδους δράσεων που είναι επικερδείς για μια σειρά από τμήματα του κεφαλαίου, (καπιταλιστικές επιχειρήσεις Υγείας, ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες, μεγαλοξενοδόχοι) ή και για τις κρατικές μονάδες υγείας όπως προκρίνει η σημερινή κυβέρνηση.

Οι θέσεις και προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την ανάπτυξη του «ιατρικού τουρισμού» αναφέρουν: «Απαιτείται η ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας, προκειμένου η Ελλάδα να υποδεχθεί και να εξυπηρετήσει κατά προτεραιότητα τους τουρίστες ασθενείς και να αποκτήσει ορθό υγειονομικά και τουριστικά ανταγωνιστικό μοντέλο ιατρικού τουρισμού»13. Διαφοροποιείται έτσι από την προηγούμενη κυβέρνηση ασκώντας της και κριτική στο ότι οι επενδύσεις που σχεδίαζε αφορούσαν «λίγους μεγάλους παίκτες της ιδιωτικής υγείας», αφήνοντας ουσιαστικά απ’ έξω τις «υποδομές του ΕΣΥ».

Στις «Θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τον Τουρισμό»14 διατυπώνεται το εξής ερώτημα: «Πώς θα έχουμε οφέλη από τον ιατρικό και ιαματικό τουρισμό, όταν οι εγκαταστάσεις του ΕΣΥ και οι ιαματικές πηγές παραχωρούνται για ένα κομμάτι ψωμί;»

Δηλαδή το πρόβλημα κατά το ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι το ξεπούλημα και η ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας, αλλά το τίμημα και οι όροι αυτού του ξεπουλήματος.

Πρόκειται για μεταρρυθμίσεις μέσω των οποίων εξασφαλίζονται νέα κερδοφόρα πεδία τοποθέτησης κεφαλαίων για τους επιχειρηματικούς ομίλους που δραστηριοποιούνται στο χώρο της Υγείας-Πρόνοιας, αλλά και νέοι τομείς ανάπτυξης επιχειρηματικής δραστηριότητας από ένα μέρος των εμπορευματοποιημένων κρατικών μονάδων υγείας, ως συστατικό στοιχείο του νέου μοντέλου της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

 

  • Για την Ψυχική Υγεία.

Τα τελευταία χρόνια, κυρίως από το 2005 κι έπειτα, η ψυχική υγεία έχει αναβαθμιστεί στην πολιτική ατζέντα της ΕΕ και των αστικών κυβερνήσεων. Οι λόγοι που υπαγορεύουν την ανάγκη θέσπισης ενιαίας στρατηγικής στον τομέα της ψυχικής υγείας από τις αστικές κυβερνήσεις των κρατών-μελών αποτυπώνονται στα σχετικά κείμενα της ΕΕ και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ).

Το 2005 η Ευρωπαϊκή Υπουργική Διάσκεψη του ΠΟΥ για την ψυχική υγεία θέσπισε πλαίσιο για «ολοκληρωμένη δράση» και κάλεσε την ΕΕ να συμβάλει στην εφαρμογή του εν λόγω πλαισίου. Το ίδιο έτος η ΕΕ εκδίδει το «Πράσινο Βιβλίο: Βελτίωση της ψυχικής υγείας του πληθυσμού. Προς μία στρατηγική σχετικά με την ψυχική υγεία για την ΕΕ», όπου υπογραμμίζεται ότι «η ψυχική υγεία του ευρωπαϊκού πληθυσμού αποτελεί μέσο για την επίτευξη ορισμένων από τους στρατηγικούς πολιτικούς στόχους της ΕΕ, όπως να ξαναμπεί η Ευρώπη στην πορεία προς τη μακροπρόθεσμη ευημερία…». Αναφέρεται επίσης ότι «η κακή ψυχική υγεία κοστίζει στην ΕΕ το 3-4% του ΑΕΠ κυρίως μέσω της χαμένης παραγωγικότητας και ότι οι διανοητικές διαταραχές αποτελούν την κύρια αιτία πρόωρης συνταξιοδότησης και των συντάξεων αναπηρίας», καθώς επίσης ότι «οι συμπεριφορικές διαταραχές στην παιδική ηλικία επιφέρουν δαπάνες για τα κοινωνικά και τα εκπαιδευτικά, καθώς και τα ποινικά και δικαστικά συστήματα».

Το Ευρωπαϊκό Δίκτυο για τα Οικονομικά της Ψυχικής Υγείας (2007) αναφέρει ότι «το κόστος της κακής ψυχικής υγείας στην ΕΕ ανέρχεται σε 436 δισ. ευρώ ετησίως, ενώ τα 2/3 αυτού του κόστους βρίσκονται έξω από το σύστημα υγείας και σχετίζονται με χαμένες ευκαιρίες μισθωτής εργασίας [...] το έμμεσο οικονομικό κόστος, σχετιζόμενο με την απολεσθείσα παραγωγικότητα, ξεπερνά το άμεσο. Επομένως από οικονομική άποψη το πράγμα είναι ξεκάθαρο, η θεραπεία των ψυχικών διαταραχών είναι δαπανηρή, αλλά πιο δαπανηρό είναι να αφεθούν αθεράπευτες. Η μη αντιμετώπιση αντιβαίνει τα συμφέροντα των χωρών».

Τον Ιούνη του 2008 πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες η υψηλού επιπέδου διάσκεψη με τίτλο: «Μαζί για την ψυχική υγεία και ευεξία», η οποία επικύρωσε το ομώνυμο σύμφωνο στο οποίο τονίζεται ότι το επίπεδο της ψυχικής υγείας είναι παράγοντας κλειδί για την επίτευξη των στόχων της Στρατηγικής της Λισαβόνας, που επιδιώκει να καταστήσει την ΕΕ την πιο δυναμική και ανταγωνιστική οικονομία στον κόσμο. Δηλαδή το ζήτημα της ψυχικής υγείας του λαού δεν αντιμετωπίζεται με το κριτήριο της ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών με την ανάπτυξη, στελέχωση κι εξοπλισμό όλων των απαραίτητων δημόσιων υποδομών, αλλά για την αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου και την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών μονοπωλίων που αποτελούν τον πυρήνα της Στρατηγικής της Λισαβόνας.

Σε αυτήν την κατεύθυνση υλοποιείται και ο σχεδιασμός για τη λεγόμενη ψυχιατρική μεταρρύθμιση, η οποία με «όχημα» την «αποασυλοποίηση» καταργεί τις δημόσιες ειδικές ψυχιατρικές μονάδες, περιορίζει σε ελάχιστα και ανεπαρκή τα κρεβάτια στις ψυχιατρικές κλινικές των δημόσιων νοσοκομείων και σε συνδυασμό με τη σχεδόν ανυπαρξία των απαραίτητων δημόσιων υποδομών για την εξωνοσοκομειακή στήριξη και παρακολούθηση των ψυχικά ασθενών. Αυτήν την κατεύθυνση υλοποίησαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ), την ίδια ακριβώς υλοποιεί και η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι αυτή το προωθεί «σχεδιασμένα», ενώ οι προηγούμενοι δεν είχαν σχέδιο.

Πίσω από τα εύσχημα λόγια για την ανάγκη μετατόπισης του κέντρου βάρους από την «ιδρυματική» στην «κοινοτική φροντίδα», την καταπολέμηση του στίγματος, το σεβασμό στα δικαιώματα των ατόμων με ψυχικές διαταραχές, κρύβεται η προσπάθεια για την ελαχιστοποίηση των κρατικών δαπανών για την ψυχική υγεία που αντιμετωπίζεται σαν «κόστος» και που έχει ως αποτέλεσμα ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος των αναγκών των ψυχικά ασθενών να αποτελεί πεδίο επιχειρηματικής δράσης από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις του χώρου, τις ΜΚΟ που ξεκοκαλίζουν προγράμματα, αλλά και τη συστηματική μετατόπιση της ευθύνης στις οικογένειες και στις λεγόμενες «άτυπες» μορφές υπηρεσιών.

Αυτό αποτυπώνεται ανάγλυφα στο Πακέτο Οδηγιών για την Πολιτική και τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας: «Οι εξειδικευμένες υπηρεσίες καλής ποιότητας είναι δαπανηρές λόγω των μεγάλων επενδύσεων που απαιτούνται, καθώς και του υψηλού κόστους για τις δαπάνες μισθοδοσίας…» και ως εκ τούτου «είναι σαφές ότι οι περισσότερες πρέπει να είναι άτυπες κοινοτικές υπηρεσίες υγείας…».

 

  • Για τους μηχανισμούς ενσωμάτωσης στην πολιτική ΕΕ-Κεφαλαίου στην υγεία.

Η αξιοποίηση της «συμμετοχικότητας» των οργανώσεων των ασθενών και των υγειονομικών αποτελεί συστατικό στοιχείο για την υλοποίηση της ευρωενωσιακής πολιτικής στην υγεία.

Ο τομέας της ψυχικής υγείας είναι χαρακτηριστικός. Σε μια σειρά κείμενα της ΕΕ υπογραμμίζεται η σημασία της ψυχικής υγείας στην επίτευξη των στόχων της Στρατηγικής ΕΕ-2020.

Σε ένα από αυτά, με τίτλο: «Ψυχική Υγεία: Για μια έξυπνη, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς Ευρώπη», που δημοσιεύτηκε το Σεπτέμβρη του 2011, αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Τα προβλήματα ψυχικής υγείας είναι μια αυξανόμενη πηγή απώλειας της παραγωγικότητας σε πολλές χώρες της ΕΕ. Σήμερα τα προβλήματα ψυχικής υγείας είναι η πρώτη αιτία απουσίας από την εργασία (absenteeism). Σε πολλές χώρες της ΕΕ ένα στα τρία επιδόματα αναπηρίας οφείλονται σε προβλήματα ψυχικής υγείας [...] Αν δεν επενδύσουμε στην προαγωγή της ψυχικής υγείας, η σημερινή αυξανόμενη τάση πρόωρων συνταξιοδοτήσεων δε θα μπορέσει να αναστραφεί και ο στόχος να εργάζεται το 75% των Ευρωπαίων πολιτών ηλικίας 20-64 ετών δε θα μπορέσει να επιτευχθεί.»

Η σχετικά πρόσφατη (Μάρτης 2017) «Μεταρρύθμιση της διοικητικής οργάνωσης των υπηρεσιών ψυχικής υγείας» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και η «θεσμική» συμμετοχή των ασθενών, των οικογενειών τους και των εργαζόμενων υγειονομικών επιδιώκει να προσδώσει μέσω της συμμετοχικότητας μια «δημοκρατική επίφαση» στην υλοποίηση των παραπάνω αντιλαϊκών στόχων με «σημαία» τη λεγόμενη «ψυχιατρική μεταρρύθμιση».

Φαίνεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να αρχίσει από το χώρο της ψυχικής υγείας τη θεσμοθέτηση της «κοινωνικής συμμετοχής» και του έλεγχου στην οργάνωση του συστήματος υγείας. Η δήθεν «δημοκρατική συμμετοχή» είναι ο μανδύας για «συνδιαχείριση» και «συνυπευθυνότητα» των λαϊκών μαζών στη διαμόρφωση και υλοποίηση της αντιλαϊκής κρατικής πολιτικής που οδηγεί στην ενσωμάτωση.

Με την αιρετότητα των μελών των Τομεακών Επιστημονικών Επιτροπών15, από τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, η κυβέρνηση επιδιώκει την ενίσχυση της αποτελεσματικότητάς τους ως εργαλείων του κρατικού μηχανισμού, αφού η εκάστοτε αστική κυβερνητική πολιτική καθορίζει το περιεχόμενο και τη λειτουργία τους.

Η «συνηγορία για την ψυχική υγεία» είναι μία από τις στρατηγικές κατευθύνσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) και της ΕΕ. Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, «ομάδες συνηγορίας είναι οι χρήστες των υπηρεσιών και οικογένειες, οι ΜΚΟ, οι εργαζόμενοι. Έχουν σκοπό να υπερπηδήσουν εμπόδια όπως η έλλειψη υπηρεσιών υγείας, έλλειψη στέγης και απασχόλησης και να βοηθήσουν έτσι στη βελτίωση των πολιτικών. Αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της παγκόσμιας στρατηγικής για την ψυχική υγεία. Οι ομάδες χρηστών και γονέων αποτελούν τους κύριους παρόχους ΠΦΥ και το βασικό δίκτυο υποστήριξης...».

Αυτά σημαίνουν ότι οι οικογένειες και οι ασθενείς, αντί να διεκδικούν λύσεις από το κράτος, αναλαμβάνουν οι ίδιοι ατομικά την «αυτοδιαχείριση» της ασθένειάς τους, παίζουν ρόλο φορέα άσκησης «κοινωνικής» πολιτικής, υποκαθιστώντας την έλλειψη των κρατικών υποδομών και παροχών.

Η «πληροφόρηση των ασθενών για να διαχειρίζονται με ενεργητικό τρόπο την υγεία τους» αποτελεί μια επιπλέον κατεύθυνση της ΕΕ, διότι συμβάλλει στον περιορισμό των κρατικών δαπανών.

Εξειδίκευση αυτής της κατεύθυνσης αποτελεί η λεγόμενη «αυτοδιάγνωση», «αυτοφροντίδα» και «αυτοθεραπεία» των ασθενών.

Είναι αποκαλυπτικά αυτά που αναφέρει ο Σύνδεσμος Εταιριών Φαρμάκων Ευρείας Χρήσης (ΕΦΕΧ)16 στο «Μανιφέστο της Αυτοφρο-ντίδας», το οποίο περιλαμβάνει προτάσεις που μπορούν να συμβάλλουν, όπως αναφέρει, στην ανάπτυξη της «αυτοφροντίδας» στη χώρα μας. Συγκεκριμένα αναφέρεται: «Η υπεύθυνη αυτοφροντίδα συμβάλλει θετικά στην αποδοτικότερη λειτουργία των διαθέσιμων πόρων και μειώνει σημαντικά τη φαρμακευτική δαπάνη. Ο ρόλος της είναι σημαντικός στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της Οικονομίας και στη θέσπιση κινήτρων για την ανάπτυξη της καινοτομίας στη βιομηχανία [...] η έμφαση [δίνεται] στη μετατροπή συνταγογραφούμενων φαρμάκων σε μη συνταγογραφούμενα, εφόσον εκπληρούνται οι συνθήκες ασφαλείας [...] μόνο το 25% της φαρμακευτικής αγοράς σε τεμάχια στη χώρα μας ανήκει στα ΜΗΣΥΦΑ, ενώ σε όλη την Ευρώπη το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 50%.»

Πρόκειται για «Μανιφέστο» στο οποίο αποτυπώνονται οι στρατηγικοί στόχοι και κατευθύνσεις της ΕΕ για μείωση του κόστους, δηλαδή των κρατικών και ασφαλιστικών δαπανών στην Υγεία και ταυτόχρονα διασφαλίζεται η κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων, αφού μέρος αυτών των υπηρεσιών θα αναλαμβάνουν 100% οι ασθενείς. Η «αυτοθεραπεία» - «αυτοδιάγνωση » - «αυτοφροντίδα» προβάλλεται προπαγανδιστικά ως σύγχρονη-μοντέρνα μορφή αντιμετώπισης προβλημάτων υγείας, αλλά και πρόληψης ασθενειών, χωρίς τη μεσολάβηση των καθ’ ύλην αρμόδιων γι’ αυτά, όπως είναι οι γιατροί.

H Πανευρωπαϊκή Οργάνωση Φαρμακοποιών (PGEU) μαζί με την Πανευρωπαϊκή Οργάνωση Αυτοθεραπείας (AESGP) υπέγραψαν Σύμφωνο Συνεργασίας το 2012 με αντικείμενο: «Την αύξηση των δυνατοτήτων των πολιτών στην αυτοθεραπεία “ενισχύοντας” το ρόλο του φαρμακοποιού και αναπτύσσοντας τα φαρμακεία... σε Κέντρα Υγείας.»! Σε αυτήν την κατεύθυνση, η PGEU –στην οποία είναι μέλος ο Πανελλήνιος Φαρμακευτικός Σύλλογος– σχεδιάζει τη λειτουργία του λεγόμενου «Φαρμακείου των Υπηρεσιών». Δηλαδή του φαρμακείου που θα αναλαμβάνει να παρέχει –έναντι αμοιβής– εργασίες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, όπως, π.χ., αυτές του «Βοήθεια στο Σπίτι».

Αντίστοιχης λογικής –με δήθεν προοδευτικό περίβλημα– αποτελεί και η προπαγάνδιση ως «σύγχρονη αντίληψη» του «τοκετού στο σπίτι». Ουσιαστικά παρουσιάζεται ως «φυσιολογική» και «σύγχρονη» η επιστροφή στις συνθήκες του προηγούμενου αιώνα, για την οποία δίνεται και κίνητρο από το κράτος, αφού μόνο γι’ αυτές τις περιπτώσεις παραμένει το επίδομα τοκετού. Προφανώς στη λογική του «κόστους-οφέλους» το κράτος δίνει το ποσό του επιδόματος και ταυτόχρονα ωφελείται πολλαπλάσια, διότι δε χρησιμοποιούνται υποδομές, προσωπικό και υλικά για τους τοκετούς στα μαιευτήρια, ενώ οι κίνδυνοι που υπάρχουν για την υγεία των γυναικών και των νεογνών μετατοπίζονται στην «ατομική ευθύνη» όσων επιλέξουν αυτήν τη μέθοδο.

H επιδείνωση των όρων παροχής υπηρεσιών πρόληψης, θεραπείας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στα λαϊκά στρώματα δεν είναι προσωρινή. Έχει μόνιμο χαρακτήρα διότι συνδέεται με την επιδίωξη να στοιχίζει πιο φθηνά το εμπόρευμα εργατική δύναμη προκειμένου να τονωθεί η ανταγωνιστικότητα και η αναθέρμανση της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων. Προϋποθέτει το ολοένα και μεγαλύτερο χτύπημα του συνόλου των λαϊκών κοινωνικών δικαιωμάτων και αναγκών, επεκτείνει την επιχειρηματική δράση στην Υγεία, στην Πρόνοια και στο Φάρμακο.

Τα μέτρα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αποτελούν «τομή» που ενισχύει και εδραιώνει την ανταποδοτικότητα των παροχών και την ατομική ευθύνη των ασθενών. Τα μέτρα αυτά ενισχύουν τα επιχειρηματικά κριτήρια λειτουργίας των δημόσιων μονάδων υγείας, επιδεινώνουν τους όρους δουλειάς και αμοιβής των εργαζόμενων υγειονομικών. Το κράτος περιορίζει δραστικά τόσο τη χρηματοδότηση για τη λειτουργία, τη στελέχωση και τον εξοπλισμό των δημόσιων μονάδων υγείας όσο και τις δωρεάν παροχές, οι οποίες είναι όλο και περισσότερο αναντίστοιχες με τις σύγχρονες ανάγκες και δυνατότητες. Αυτό προσδιορίζει η κυβερνητική προπαγάνδα για εξασφάλιση ενός «βασικού πακέτου» υπηρεσιών υγείας ενιαίου για όλους.

Τα ζητήματα του «εξορθολογισμού» των δαπανών, το «νοικοκύρεμα», η καταπολέμηση της «σπατάλης και της διαφθοράς», οι παροχές με βάση τις «πραγματικές ανάγκες», αποτελούν το προπαγανδιστικό περιτύλιγμα με το οποίο ενοχοποιούν ακόμα και τις προηγούμενες ανεπαρκείς παροχές προς τα λαϊκά στρώματα και οδηγούν στις επιπλέον περικοπές και πληρωμές σε φάρμακα, ιατρικές, εργαστηριακές και διαγνωστικές εξετάσεις, θεραπείες, υγειονομικό υλικό κλπ.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αξιοποιεί ορισμένες επιλεκτικές παροχές, κυρίως προς τα λαϊκά στρώματα που βρίσκονται κοντά ή εντός των ορίων της εξαθλίωσης, ως επιβεβαίωση ότι η πολιτική της έχει «κοινωνική-φιλολαϊκή αναφορά». Διαμορφώνει την προσδοκία ότι είναι «ένα πρώτο βήμα» που θα επεκταθεί και στους υπόλοιπους όσο θα βελτιώνεται η κατάσταση της οικονομίας. Αξιοποιεί, αλλά και αναπαράγει την αντίληψη των «μειωμένων απαιτήσεων» και του «μικρότερου κακού».

Ένα μεγάλο μέρος των αντιλαϊκών μέτρων στην υγεία - πρόνοια - φάρμακο, τα οποία συνιστούν βασικό στοιχείο των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων στο χώρο, αποτέλεσαν περιεχόμενο των τριών μνημονίων και των εφαρμοστικών νόμων που από κοινού ψήφισαν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, το ΠΑΣΟΚ (ΚΙΝ.ΑΛ) και η ΝΔ. Από τη στιγμή που υπάρχει μεταξύ των αστικών κυβερνήσεων και κομμάτων ταύτιση στο στρατηγικό στόχο, οι διαφορές μεταξύ τους –όλο και πιο δυσδιάκριτες– περιορίζονται κυρίως στον τρόπο της υλοποίησής του. Γι’ αυτό, η αντιπαράθεση μεταξύ τους αφορά κυρίως την «ικανότητα», την «αποτελεσματικότητα», την ύπαρξη «καλύτερου σχεδίου». Στην ουσία προσπαθούν να εγκλωβίσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια στα όρια μιας καλύτερης και πιο αποτελεσματικής διαχείρισης.

Οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι, τα λαϊκά στρώματα πρέπει να απορρίψουν συνολικά αυτήν την πολιτική. Να ενισχύεται η λαϊκή πάλη για ένα αποκλειστικά κρατικό σύστημα Υγείας-Πρόνοιας, καθολικό, σύγχρονο και απολύτως δωρεάν. Ένα σύστημα Υγείας-Πρόνοιας χωρίς καμία επιχειρηματική δράση, που οι υπηρεσίες του θα αποτελούν στην πράξη κατοχυρωμένο κοινωνικό αγαθό και όχι όπως σήμερα ακριβοπληρωμένο εμπόρευμα.

Με ανάπτυξη της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας σε πανελλαδικό επίπεδο, με χρηματοδότηση από το κράτος, με Κέντρα Υγείας, αποκεντρωμένα ιατρεία και κινητές μονάδες χωρίς καμία εμπλοκή-συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, των ΜΚΟ, των «κοινωνικών συνεταιρισμών» κλπ.

Με πλήρη κρατική χρηματοδότηση των δημόσιων Μονάδων Υγείας, με αντίστοιχη αύξηση των κονδυλίων από τον κρατικό προϋπολογισμό με φορολόγηση του κεφαλαίου, με κατάργηση των εισφορών των εργαζόμενων στον κλάδο υγείας των ασφαλιστικών ταμείων, όπου θα παρέχονται από το κράτος δωρεάν όλες οι εξετάσεις, θεραπείες, υγειονομικό υλικό, φάρμακα, εμβόλια, χωρίς πληρωμές, συμμετοχή, χωρίς πλαφόν και περικοπές, σύμφωνα με τις ανάγκες και με αποκλειστικά επιστημονικά κριτήρια.

Με μαζικές προσλήψεις γιατρών όλων των ειδικοτήτων, νοσηλευτών, μαιών, τεχνολόγων και άλλων υγειονομικών με σχέση εργασίας μόνιμη, πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης για την πλήρη στελέχωση των νοσοκομείων, των Κέντρων Υγείας και των αποκεντρωμένων μονάδων τους (Περιφερειακά Ιατρεία).

Το ρεαλιστικό από την πλευρά των λαϊκών αναγκών είναι οι τεράστιες δυνατότητες της επιστήμης, της τεχνολογίας, της παραγωγικότητας της εργασίας και του μεγάλου αριθμού υγειονομικού προσωπικού να μπουν σχεδιασμένα στην υπηρεσία για την προάσπιση, αποκατάσταση και βελτίωση της υγείας του λαού.

Γι’ αυτό, η λαϊκή πάλη για τη διεκδίκηση μέτρων ανακούφισης και απόσπασης λύσεων πρέπει να κατευθύνεται στην προοπτική βαθύτερων πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών. Για μια ανάπτυξη που ως κριτήριο θα έχει την ικανοποίηση των σύγχρονων και συνεχώς διευρυμένων κοινωνικών αναγκών, οι οποίες θα αποτελούν καθολικό, κατοχυρωμένο λαϊκό δικαίωμα από την εργατική εξουσία και το κράτος της.

 

 

web analytics

Τελευταία ενημέρωση σελίδας: 01 Νοεμβρίου 2021